Ο Γιάννης Δημάκης εξομολογείται
“Τα Λεχαινά έχουν καλλιτεχνικό μεσαίωνα…”
Συνέντευξη στον Αργύρη Καραβούλια
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΗΛΕΙΑΣ 22.7.2007
Σίγουρα οι άνθρωποι της τέχνης, οι αληθινοί καλλιτέχνες φέρουν μια ιδιορρυθμία , δίνουν το δικό τους στίγμα και πολλές φορές για τους υπολοίπους φαντάζουν εκκεντρικοί. Ο Γιάννης Δημάκης είναι ένας ζωγράφος που ζει και δημιουργεί στα Λεχαινά, γνήσιος καλλιτέχνης, χωρίς φτιασίδια, δεν του χρειάζονται άλλωστε… Αυθεντικός, θυμίζει την αρχέτυπη εικόνα του καλλιτέχνη που ζει εξόριστος από την κοινωνία, απομακρυσμένος στην χώρα της ουτοπίας, εκεί που χτυπάνε οι καρδιές των καλλιτεχνών…
– Ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείς με την τέχνη;
– Όλοι οι συμμαθητές μου αναζητούσαν να περάσουν σε κάποια ακαδημαϊκή σχολή. Εγώ τότε ήθελα να ανέβω στην ξελογιάστρα Αθήνα, να δω τι μπορεί να μου προσφέρει, να το επιλέξω άμεσα και προσωπικά. Η Αθήνα, πλούσια σε παραστάσεις μου έδωσε ερεθίσματα. Βέβαια πάντα με γοήτευε η αίσθηση της δημιουργίας, η μητέρα μου ήταν από τις καλύτερες υφάντρες της Πελοποννήσου, και έβλεπα το γνεσμένο μαλλί με την ρόκα και όλο αυτό ήταν μια μεταμόρφωση μέσω της δημιουργίας… Εκεί πιστεύω ότι ξεκίνησε το πρώτο μου ερωτικό ταξίδι στον χώρο όχι βέβαια της τέχνης εκείνη την εποχή, στο πρακτικό που με τα δάχτυλα να δημιουργώ…Στα πάρτι μας ήμουν ο ντεκορατέρ.
– Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για ένα καλλιτέχνη; Υπάρχει ορισμός έμπνευσης;
– Οπωσδήποτε υπάρχει, δεν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι χωρίς να δεχθείς κάποιο ιδιαίτερο ερέθισμα. Βέβαια το πρώτο και κυρίαρχο ερέθισμα που είναι νομίζω για κάθε καλλιτέχνη, είναι με την ευρεία του έννοια, ο έρωτας. Μέσα από την όραση βλέπεις τα χρώματα της φύσης, την φόρμα των πραγμάτων και την κίνηση μιας γυναίκας και αυτό δημιουργεί μέσα μου να εκφράσω μέσα από φόρμες χρωματικές διάφορα πράγματα. Το ερέθισμα είναι απαραίτητο στοιχείο για οποιοδήποτε άνθρωπο, άσχετα αν είναι στον χώρο της τέχνης ή οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα έχει. Στην παρούσα φάση της ζωής μου το ιδιαίτερο ερέθισμα που με κάνει να πιάσω το πινέλο, είναι η ζωή, η καθημερινότητα, την παίρνω σαν πρώτη ακατέργαστη ύλη και την πλάθω μέσα από την δική μου ψυχοσύνθεση, την συνθέτω.
– Επέλεξες να μείνεις στα Λεχαινά. Μίλησέ μου γι’ αυτό.
– Μου αρέσει εδώ η απλότητα και ο μη στυλιζαρισμένος τρόπος ζωής που σου επιβάλλει η πόλη, ειδικά η Αθήνα, που είναι όλα κονσερβοποιημένα. Εδώ έχω την άμεση επαφή με τον άνθρωπο και το κυριότερο με την φύση που είμαστε προικισμένοι να ζούμε, σε ένα υπέροχο κάμπο, με υπέροχες παραλίες και υπέροχους ταπεινούς ανθρώπους.
– Μιλήστε μου για το καλλιτεχνικό παρελθόν των Λεχαινών.
– Μιλάμε για την χρυσή εποχή του Περικλέους, η οποία δεν θα επαναληφθεί ποτέ. Είναι σαν την βόμβα που λέει και ο Αντρέ Μπρετόν που όταν εκραγεί μετά δεν μπορείς να μαζέψεις τα κομμάτια της. Έτσι ήταν με την Μορφωτική Ένωση Λεχαινών “Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας”, κάτι πολύ λατρευτό για τον πνευματικό ορίζοντα όλης της Πελοποννήσου, και της Ελλάδας ακόμα αναλογικά…
Μια παρέα τότε, ο Μπίλης ο Θανάσης, ο Ντίνος, ο Γιώργος. ..Η εποχή των χίπυς, των ροκ φεστιβάλ, του γνήσιου ρεμπέτικου. Μιλάμε για δεκαετία ’60 και ’70. Φοιτητές τότε οι περισσότεροι και όχι μόνο, άλλοι πηγαινοερχόντουσαν από Αθήνα, άλλοι έμεναν μόνιμα εδώ, και αυτή η Μορφωτική Ένωση ήταν ο πυρήνας κάθε πολιτιστικής δραστηριότητας και όχι μόνο. Βγάζαμε δήμαρχο, όποιον έπαιρνε την Μορφωτική Ένωση Λεχαινών, ο όποιος συνδυασμός. Δεν παίρναμε έτοιμες πολιτιστικές εκδηλώσεις, κονσέρβες, τις φτιάχναμε μόνοι μας. Θέατρο έχουν παίξει τα μισά Λεχαινά, συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, ντόπιοι, αυτή είναι η πολιτιστική δραστηριότητα, όχι να δώσουμε χρήματα στο τάδε γκρουπ, να κάνει την αρπαχτή του και να φύγει. Ήταν μια κυψέλη, πνευματική, καλλιτεχνική τότε τα Λεχαινά. Έχουν περάσει από δω πολύ μεγάλα ονόματα, οι σολίστες του Μίκη Θεοδωράκη, Καλογιάννης, Πέτρος Βανδής, Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, βέβαια φέρναμε και ομιλητές, έπαιξε εδώ ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Σπυριδούλα. Και όλα αυτά χωρίς καμία επιχορήγηση από κανένα υπουργείο, όλα μέσα από το δικό μας χαρτζιλίκι. Και το κυριότερο δημιουργήσαμε εκείνη την εποχή την αταξική κοινωνία, διασκέδαζαν όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, έστω και για μια βραδιά όλοι ήταν ένα. Bγάζαμε το περιοδικό, “Ο Διάλογος”, υπήρχε πολιτισμός!
Ήμασταν τότε βέβαια τα μαύρα πρόβατα, στην μαύρη λίστα. Δεν υπήρχε η κηδεμονία από κανένα.
– Τι έχει μείνει από όλα αυτά σήμερα;
– Σήμερα έχει μείνει μόνο μια γλυκιά μελαγχολία. Βλέπω σήμερα τους νέους ειδικά να ακουμπάνε τους αγκώνες τους στον φράχτη της απογοήτευσης και της απόγνωσης.Εκείνη η εποχή ήταν μια έκρηξη και σήμερα με τέτοιες δυνατότητες και τεχνολογία δεν γίνεται τίποτα. Τότε υπήρχε ανιδιοτέλεια, δεν μας ενδιέφερε η καριέρα, σήμερα ζούμε σε μια θωρακισμένη καθημερινότητα.
– Στα έργα σας κυριαρχεί ένα σουρεαλιστικό στοιχείο. Πώς βρεθήκατε εκεί;
– Νταντά και σουρεαλισμός. Στην Αθήνα φοιτώντας στην σχολή Δοξιάδη, ο γείτονας και φιλαράκος μου ο Γιώργος ο Λαϊνάς, μου έκανε δώρο ένα βιβλίο. «Τα μανιφέστα του Σουρεαλισμού» του Αντρέ Μπρετόν.Το μετάφρασε από τα Γαλλικά, η Ελένη Μοσχονά και όταν το τελείωσε αυτοκτόνησε, μου διαμόρφωσε ολόκληρο το Είναι, με γοήτευσε τόσο πολύ που ένιωσα ότι βρήκα τον εαυτό μου, συμπυκνωμένο εκεί μέσα. Επέδρασε καταλυτικά. Εκεί βρήκα το μυστήριο…
– Είναι καταραμένος ο καλλιτέχνης;
-Καταραμένοι είναι εκείνοι που χτίζουν όλη τους την ζωή στην απόκτηση ύλης και χρήματος και έχουν φτιάξει την σκέψη τους με παχυσαρκία και κυτταρίτιδα. Ο καλλιτέχνης είναι καταραμένος να κουβαλάει τον σταυρό του μαρτυρίου του σε όλη του την ζωή. Ο Χριστός μια Εβδομάδα πέρασε τα Πάθη του…
Ο καλλιτέχνης περνάει απέναντι…
– Τι χρειάζεται για να απολύσει κάποιος ένα έργο τέχνης;
– Πολύ καλή η απορία και η σκέψη. Ένα πράγμα χρειάζεται, να ελευθερώσει το υποσυνείδητο του από τις αλυσίδες του.
– Τι χαρακτηρίζει ένα έργο τέχνης;
– Το έργο τέχνης δεν είναι ένα χρηστικό αντικείμενο για εφήμερες ανάγκες, ούτε για προβολή του αρρωστημένου μας «εγώ». Το έργο τέχνης είναι το εργαλείο που διώχνει την σκουριά και την βαρύτητα και απαλλάσσει την ανθρώπινη ύπαρξη από μικρότητες, και όλα τα αρνητικά της.Τι εκθέσεις έχεις κάνει;
-Διάφορες εκθέσεις και στα Λεχαινά και στην Αθήνα και αλλού. Επόμενη έκθεση που οργανώνεται θα λάβει χώρα την περίοδο των γιορτών, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
– Τι θα έλέγες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και όποιοι φορείς, βοηθάνε την τέχνη στην περιοχή μας;
– Κληρικοί, πολιτικοί, και όποιοι φορείς και παράγοντες είναι αντιπνευματικοί, έχουν μια απέχθεια και μίσος απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία. Τα τελευταία χρόνια στα Λεχαινά ζούμε σε ένα καλλιτεχνικό μεσαίωνα. Αυτό θα το γράψεις. Δεν είναι δυνατόν η τέχνη να ακολουθεί και να συμβιβάζεται με μία καλοστημένη παράσταση Καραγκιόζη. Όταν μιλάμε για πολιτιστικές εκδηλώσεις είναι από ανάγκη να νομίζουν ότι κάνουν πολιτισμό, να βαυκαλίζονται με αυτό. Βέβαια το μεγάλο μας πρόβλημα είναι η παιδεία. Όταν σταματήσει η εκπαίδευση να εκπαιδεύει εγκεφάλους για επαγγελματική εκμετάλλευση, τότε θα βρούμε την γνήσια παιδεία. Οι σημερινοί φορείς και παράγοντες έχουν μία απέχθεια απέναντι στην αισθητική. Δεν μπορείς να μιλάς για πολιτισμό χωρίς αισθητική. Μόνο η νέα γενιά μπορεί να το αλλάξει αυτό, αλλά την βομβαρδίζουν με ηλιθιότητα, να διασκεδάζουν με πράγματα ανούσια, χωρίς περιεχόμενο. Που είναι οι ποιητές μας, που είναι ο πολιτισμός μας; Ποιες είναι οι επιλογές σήμερα του νέου; Χωρίς αισθητική και ποιότητα…
– Σε ευχαριστώ πολύ!
– Να σαι καλά, και εγώ ευχαριστώ.
Τέτοια ψυχή ήταν ο Γιάννης Δημάκης, Άνθρωπος με Α. Άνθρωπος που σε άγγιζε με δυο απλές κουβέντες, άνθρωπος που δεν ξεπουλούσε τις αγάπες του, με οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Άνθρωπος που η ζωή δεν του φέρθηκε με τον πιό δίκαιο τρόπο μα αυτός ακάθεκτος γύριζε να βρει τον Άνθρωπο, τον εαυτό του. Με όποιο τρόπο μπορούσε…Και μια μέρα, μάθαμε τα νέα. Λίγο πιο αργά εμείς που ακόμα είμαστε μακρυά από τον τόπο μας, μακρυά από εμάς.
ΠΕΘΑΝΕ ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΗΣ ΔΗΜΑΚΗΣ, ο ζωγράφος, ο καλλιτέχνης, ο παντοτινός
Αποχαιρετήσαμε σήμερα με άφατη θλίψη στο νεκροταφείο των Λεχαινών, της γενέθλιας πόλης του, τον Γιάννη Δημάκη, τον καλλιτέχνη και ζωγράφο, τον άνθρωπο και τον φίλο που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στην πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Ο Γιάννης ο Δημάκης ήταν ένα παιδί, ακόμη κι όταν πέρασε τα 60 και με αυτή την παιδικότητα έζησε την επαρχία. Είναι ίσως από τους λίγους που είχαν απομείνει αμετανόητα επαρχιώτες, κι ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε τον επαρχιωτισμό, όσο κανείς άλλος, όχι μόνο στα λόγια, αλλά κάνοντας απόλυτο τρόπο ζωής τον αντικομφορμισμό.
Παιδί μιας φτωχής οικογένειας, παρατηρώντας την υφάντρα μάνα του να δημιουργεί στον αργαλειό της τα μικρά της αριστουργήματα, που παλιά στόλιζαν σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, μυήθηκε στη μαγεία των χρωμάτων και των σχεδίων και στη μαγική δεξιοτεχνία των χεριών και όταν αργότερα έπιασε τα πινέλα της ζωγραφικής, τα χρησιμοποίησε με το δικό του τρόπο, όντας σχεδόν αυτοδίδακτος και σύντομα πέρασε από τις εκπαιδευτικές μιμήσεις σε μια εντελώς προσωπική ζωγραφική έκφραση, ακολουθώντας έναν ατομικό σουρεαλισμό, βγάζοντας τη γλώσσα σε μια συντηρητική επαρχιώτικη κοινωνία, προκαλώντας στην αρχή αυτό που λέμε «κοινό αίσθημα», αλλά κατακτώντας με το σπαθί του σε αλλεπάλληλες επώδυνες αναμετρήσεις, την αναγνώριση του καλλιτέχνη, που μπορεί λίγοι να τον καταλαβαίνουν, αλλά όλοι τον σέβονται.
Ο Γιάννης Δημάκης έκανε την τέχνη του τρόπο ζωής, όχι με τη σοβαροφάνεια των σπουδαιοφανών και των μεγαλόσχημων, αλλά μέσα από την απλότητα της καθημερινότητας, την απόρριψη κάθε ιδέας πλουτισμού ή απόκτησης υλικών αγαθών, τον αθυρόστομο λόγο του, την περιθωριακή διαβίωσή του , που όμως δεν απομακρυνόταν ποτέ από αυτά που θα λέγαμε κοινωνικά δρώμενα, ο Γιάννης ήταν πάντα μέσα στα πράγματα, τα παρακολουθούσε, τα σχολίαζε με τον ιδιότυπο τρόπο του. Ήταν άνθρωπος της μοναξιάς, αλλά και της αγοράς. Κορυφαία εκδήλωση αυτής της κοινωνικότητας, ήταν η συμμετοχή του στο τοπικό καρναβάλι, όπου πάντα έδινε τον τόνο ,όχι μόνο με τα άρματα που κατασκεύαζε, αλλά και με τα συνθήματα που περνούσε.
Συχνά, παλιότερα, ακούγαμε τον Γιάννη να βγαίνει στους δρόμους φωνάζοντας την αγαπημένη του λέξη «ΕΡΩΤΑΑΑΑΑ…».Ήταν μια λέξη που έδινε όλο το μέγεθος της προσωπικότητας του Γιάννη, μια λέξη που μέσα από την ηδονική φόρτισή της, προκαλούσε σε δημιουργία και διάλογο. Γιατί ο Γιάννης αντιπαθούσε πάντα τη σεμνοτυφία και τον καθωσπρεπισμό.
Η ζωή του Γιάννη ήταν μια περιπέτεια ενός ασυμβίβαστου παιδιού της επαρχίας που ήθελε να ζήσει το δικό του όνειρο και το έζησε ως το τέλος έτσι.
Ο τόπος τον έδιωχνε και τον τραβούσε. Κάποιες φορές επιχείρησε να φύγει, να ζήσει άλλες εμπειρίες, αλλά πάντα ξαναγύριζε και τελικά έμεινε οριστικά εδώ. Αυτός ο κατά βάθος βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος, που πάλεψε με τα συναισθήματα ως το τέλος, που δίπλα στο πατρικό και γενέθλιο σπίτι του , έφτιαξε με τα χέρια του ένα δικό του σπιτάκι με έναν μικρό κήπο να καλλιεργεί τις ντομάτες και τα λουλούδια του. Όμως όταν είδε ,με τον τελευταίο μεγάλο σεισμό, το σπίτι που γεννήθηκε να κατεδαφίζεται, κατέρρευσε μέσα του ο ιστός, ο ομφάλιος λώρος, που τον κρατούσε δυνατό ν΄ αντέχει τις δυσκολίες του έντονου βίου του. Τότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, τότε ο Γιάννης απομονώθηκε, κλονίστηκε μέσα του ο ειρμός του κόσμου του. Και ο Γιάννης έφυγε από κοντά μας αθόρυβα, πάντα υπερήφανος, ασυμβίβαστος και αξιοπρεπής, όπως οι γνήσιοι καλλιτέχνες.
Διονύσης Κράγκαρης
“Ατέλειωτα απογεύματα στην παλιά καφετέρια του Ασημάκη, ο Γιάννης Δημάκης , ο Κάρολος, ο Βασίλης , η Αρετή, ο Νικάκης , ο Σώτος , ο Μήτσος, η Τζένη , ο Γιάννης κι εγώ (Μάκης Νοδάρος) …με καφέ και τσιγάρο . Συζητήσεις επί συζητήσεων για την τέχνη , τον σουρεαλισμό, την πολιτική , την επανάσταση …και τους κρυόκωλους της πόλης .
Και το βράδυ με τα πόδια στη παλιά καφετέρια του Γερμανού , στο Σουλεϊμάναγα. Για ένα ποτό και κουβέντα μέχρι το πρωί…
Όπως έλεγε : « Σήμερα έχει μείνει μόνο μια γλυκιά μελαγχολία από τότε… Βλέπω σήμερα τους νέους ειδικά να ακουμπάνε τους αγκώνες τους στον φράχτη της απογοήτευσης και της απόγνωσης. Εκείνη η εποχή ήταν μια έκρηξη και σήμερα με τέτοιες δυνατότητες και τεχνολογία δεν γίνεται τίποτα. Τότε υπήρχε ανιδιοτέλεια, δεν μας ενδιέφερε η καριέρα, σήμερα ζούμε σε μια θωρακισμένη καθημερινότητα.»
Ερωταααααααααααααααααααα ! Η φωνή του Γιάννη ηχούσε στην πλατεία και στο γήπεδο, σηματοδοτώντας την έξοδό του από το φτωχικό του σπίτι όπου ζούσε . Εκεί δίπλα στους πίνακες, τα χρώματα και τα πινέλα του…Δίπλα στο κήπο με τις ντομάτες και τα άλλα ζαρζαβατικά.
Ερωταααααααααααααααααααααα! Η φωνή του Γιάννη ηχούσε και οι …καθωσπρέπει της πόλης και τα κάθε είδους λαμόγια στο άκουσμά της , την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια…γιατί ήξεραν ότι ο Γιάννης δεν χαριζόταν σε κανέναν.
Ο Γιάννης …ο φίλος μας . Το κομμάτι από το παρελθόν μας. Ο επαναστάτης, ο καλλιτέχνης δεν ζει πια ανάμεσά μας. Βρέθηκε σήμερα νεκρός στο φτωχικό του σπιτάκι δίπλα στα χρώματα , στα πινέλα και στους μισοτελειωμένους πίνακές του…
Αν μπορούσε να μας μιλήσει από εκεί που βρίσκεται τώρα είμαι σίγουρος ότι θα μας έλεγε ότι έτσι φεύγουν οι καλλιτέχνες, οι επαναστάτες και οι ασυμβίβαστοι …
Με ένα χρυσαφί λουλούδι στο πέτο. Σαν εκείνο που είχες δώσει στην άγνωστη κοπελιά εκείνο το μεσημέρι , ως ένδειξη πάθους , έρωτα και θαυμασμού για την ζωή…
Έλεγες : «Καταραμένοι είναι εκείνοι που χτίζουν όλη τους την ζωή στην απόκτηση ύλης και χρήματος και έχουν φτιάξει την σκέψη τους με παχυσαρκία και κυτταρίτιδα.»
Καλό σου ταξίδι φίλε Γιάννη . Ασυμβίβαστε Γιάννη.”
Μάκης Νοδάρος
Εγώ θα προσθέσω, δικέ μας Γιάννη. Γιατί οι λίγες κουβέντες που μου είχε πει, έχουν ριζώσει βαθειά μέσα μου. Όπως και από όλες τις μαρτυρίες φαίνεται, το ίδιο έχουμε να πουμε όλοι…