Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας “φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
“έτσι” “αόριστα”
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις-
Προβοκάτορας.
Από τη συλλογή “Τρία κλικ αριστερά”, Κατερίνα Γώγου, 1978.
Δε μπορώ να πιστέψω μερικές φορές πόσο επίκαιρα πράγματα είναι τα πραγματα του παρελθόντος. Ειδικά, τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω. Φαντάζουν όλα άσκοπα και μάταια. Όλοι οι αγώνες, όλες οι προσπάθειες, όλες οι φορές που μαζί με άλλους με τα χέρια στην καρδιά, πολεμήσαμε για ένα καλύτερο αύριο, που εμείς, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας θα ζήσουμε ελεύθεροι μέσα στην παγκοσμιοποίηση της ανθρωπιάς.
Σα διαθήκη, αφού δεν ξέρω πια τι μπορεί να ξημερώσει, μιας και άνθρωποι αρπάζονται από τα σπίτια τους και τις δουλειές τους, συλλαμβάνονται προληπτικά από τη “Δημοκρατία” μας, αφήνω αυτό. Η μοναδική μου ύπαρξη είναι σημαντική στην πλουτοπαραγωγική διαδικασία αλλά ασήμαντη στον αγώνα για την ελευθερία. Προστιθέμενη όμως στις ψυχές των αδερφών μου, κάνει τη διαφορά. Λησμονήστε μες σα μονάδα αλλά σας παρακαλώ, μη λησμονάτε το σκοπό μας. Μη παρακαλώ σας, Μη λησμονάτε “τη χώρα μου”, που λέει κι Ελύτης.
Κι έτσι ακόμα φτάνουν στα αυτιά μου τα λόγια ενός συνανθρώπου, που δε θα μπορούσαν να είναι παρά λόγια σα δικά μου, αποδεικνύοντας πως όλες οι ελεύθερες ψυχές είναι η ίδια. “Εφτασε η ώρα της επιλογής για το παρόν και το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας, είτε να ανατρέψουμε τα σχέδια τους, είτε να σκύψουμε το κεφάλι και να ζητιανεύουμε ακόμη και τις βασικές ανάγκες από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Με το άλλοθι της οικονομικής κρίσης, που οι ίδιοι δημιούργησαν, μας οδηγούν απαρέγκλιτα σε νέο καθεστώς άγριας και μακροχρόνιας δουλοπαροικίας.
Η αξιοπρέπεια και η ελευθερία δεν παζαρεύονται.”