Κι έριξα τα ρούχα μου μπρος στα πόδια σου.
Κι έμεινα γυμνή, ανήμπορη να κουμαντάρω την καρδιά μου.
Ικέτεψα το βλέμμα σου να ψάξει το δικό μου.
Μια άγρια θάλασσα απλώθηκε εμπρός μου.
Μια καταιγίδα
θέριεψε και πήρε μακριά τον ήλιο που με ζέστανε.
Σαν βράχος ακλόνητος στάθηκες μπροστά μου.
Σαν αετός αγέρωχος άνοιξες τα φτερά σου.
Μα δε μ’ αγκάλιασες.
Μα δε με κοίταξες.
Με ατσαλάκωτο πρόσωπο παρακολούθησες ποτάμια να τρέχουν στο δικό μου.
Κι έγινε ταφόπλακα το σώμα σου.
Το σώμα αυτό που κάποτε μύριζε λιβάνι κι μύρο.
Αυτό που κάποτε ναός να προσκυνάω, στάθηκε σαν αμαρτία στα όνειρα μου.
Δεν πάλεψα όμως.
Η μάχη που θα έδινα άνιση,
χαμένη πριν αρχίσει.
Μόνο περίμενα να φύγει το μπουρίνι.
Χώθηκα βαθιά στην σκοτεινή σπηλιά
που μου επέβαλαν οι πράξεις σου.
Σαν έμβρυο, εκεί μέσα, συρρικνώθηκα κι έγινα μια σταλιά….
Ασήμαντη….
προσπαθώντας να σβήσω από το χάρτη.
Τα νύχια στο χώμα έχωσα,
να βαστίξω όπως όπως,
την τελευταία μου ανάσα ζωντανή.
Μα μου ξεγλίστρησε κι έφυγα…
αφήνοντας σε μόνο σου…
μόνο, με το κουφάρι μου.
Τα φτερά σου | Κατερίνα Αθανασοπούλου
Δεν πάλεψα όμως.
Η μάχη που θα έδινα άνιση,
χαμένη πριν αρχίσει.
Μόνο περίμενα να φύγει το μπουρίνι.