ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΡΝΕΣΤΟ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ

ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

Μοίρα Άγει

Σε όλους εμάς,

που έχουμε ανάγκες…

Έργο τριών προσώπων: (1 άνδρας και 2 γυναίκες).

Άγγελος: άνδρας – προφορικά και νοηματική

Πνοή: γυναίκα – προφορικά

Νεφέλη: γυναίκα – νοηματική

Σημειώσεις:

 

α. Όλα τα video πρέπει να είναι ασπρόμαυρα (sepia) με έντονο contrast.

β. Σε κάθε λέξη «Φωτιά…» ο τρόπος εκφοράς της είναι ψιθυριστός και απόκοσμος.

γ. Όλες οι οδηγίες πρέπει να ακολουθούνται πιστά.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

 

 

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

 

Μουσική.

Στο video wall εικόνες από τρεις μαυροντυμένους άνδρες με μακρυά παλτό και καπέλα.

Απόλυτο σκοτάδι. Ακούγεται κατά κύματα η φωνή μιας νεαρής γυναίκας να μονολογεί – σχεδόν ψιθυριστά – σα να γράφει στο ημερολόγιό της, όπως εάν ακούγαμε τις σκέψεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Το σκοτάδι διαδέχεται φως με το ρυθμό του χτύπου της καρδιάς, τον οποίο και ακούμε. Μες το σκοτάδι βλέπουμε μόνο δυο χέρια φωτισμένα να νοηματίζουν μπροστά από το σώμα μιας κούκλας. Ύστερα, η σκηνή φωτίζεται. Η Πνοή καθισμένη στο γραφείο της γράφει, η Νεφέλη νοηματίζει καθισμένη στη δίπλα πλευρά του γραφείου. Σκηνικό: Απόλυτο μαύρο. Σε κάποιο σημείο μια φωτογραφία, ο πίνακας του Greco, «Η Μετανοούσα Μαγδαληνή».

Π: Αν είσαι Άγγελος ή Δαίμονας, δεν το γνωρίζω. Μα στη φωτιά μου θα καείς και θα φανερωθείς. Αν είσαι άτρωτος ή άνθρωπος και τι υπάρχει. Αν είμαι εγώ, αν είσαι εσύ ή είσαι εγώ…

Στην Αρχή όλα ήταν φωτεινά: τα χρώματα, η μυρωδιά, η αγκαλιά, ο ήχος. Έπειτα, ο ύπνος και η τρυφερότητα. Κι εγώ χαμογελούσα κλαίγοντας με τα τραγούδια και τα ψιθυρίσματα. Μα σαν από μακρυά κι όλο πιο πέρα. Πιο μετά η Γαλήνη. Ξέρω πως τα πράγματα πάντα έτσι ήταν. Πάντα έτσι θα’ ναι. Όμως, μ’ αρέσει να φαντάζομαι πως οι μονιμότητες στη ζωή αλλάζουν. Όπως τα φύλλα αλλάζουν χρώμα το φθινόπωρο και πέφτουν, όπως οι άνθρωποι γνώμη, όπως ο αέρας κατεύθυνση, όπως το φίδι δέρμα. Κάνω αρκετά συχνά ευχές. Έτσι, αισθάνομαι πως μιλάω σε κάποιον κι αυτός με ακούει. Εύχομαι πράγματα  απλά, παραδείγματος χάριν, να ήμουν λίγο πιο όμορφη, λίγο πιο συνεπής στα ραντεβού μου, να μη με ενοχλούσε αυτός ο άνδρας στο μαγαζάκι της γωνίας – γι’ αυτό δεν πηγαίνω πια – ,(στη Νεφέλη) να σταματούσες να κουνάς τα χέρια σου επιτέλους. Οι σκέψεις που κάνω κατά τη διάρκεια της ημέρας διαφέρουν από μέρα σε μέρα. Ποικίλουν ανάλογα με τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις.

Πάντως, προσπαθώ να μη σκέφτομαι πολύ ή αν σκέφτομαι, να σκέφτομαι πράγματα ουσιώδη. Τι είναι ουσιώδες, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως διαφέρουν οι σκέψεις μου από μέρα σε μέρα. Άλλωστε και τα ουσιώδη πράγματα σκέψεις είναι ή από σκέψεις ξεκινούν.

Ο Θεός. Είναι κι αυτός μια σκέψη. Ένα μικρό αντίθετο μυστικό. Στα μυστικά – τις περισσότερες φορές – όλοι ξέρουν γι’ αυτά και κανείς δε μιλάει. Όσον αφορά στο Θεό, κανείς δεν ξέρει κι όλοι μιλάνε.

(Ήχος παλμού καρδιάς και ανάλογος φωτισμός. Η Πνοή και η Νεφέλη αλλάζουν τις θέσεις τους).

Π: Θυμάμαι κάποτε η Μαμά, ο Μπαμπάς κι εγώ είχαμε πάει ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι διακοπών. Στη θάλασσα… Η θάλασσα είναι σπουδαία. Είναι μεγάλη και χωράει όλες τις στεναχώριες σου και τους καημούς σου. (Στη Νεφέλη. Της ακουμπάει τα χέρια σα να θέλει να τη σταματήσει τρυφερά) Θυμάσαι; (Η Νεφέλη γνέφει καταφατικά) Εκεί τα μυστικά μένουν αιώνια κρυμμένα, σαν τις γαλέρες που βυθισμένες κοιμούνται μέσα στη Γαλήνη της Ησυχίας. Σε μια τέτοια θάλασσα είχαμε πάει ταξίδι. (Ήχος γλάρων)

Στη διαδρομή κοιμόμουν κι έχασα όλες εκείνες τις σημαντικές λεπτομέρειες των τόπων που περάσαμε. Μα όταν φτάσαμε, ο Μπαμπάς, μου χάιδεψε το πόδι, σημάδι πως έπρεπε να ξυπνήσω. Τότε, μισάνοιξα το ένα μου μάτι, σα νεογέννητο μοσχαράκι και είπα «Φτάσαμε, Μπαμπούλη; Θέλω θάλασσα» ή κάτι τέτοιο… Μπορεί να μην είπα και τίποτα. Απλά να τον κοίταξα γεμάτη ανυπομονησία και χαρά, με μάτια σχεδόν δακρυσμένα. Είναι το πρώτο ταξίδι στη θάλασσα που θυμάμαι. Και νομίζω θυμάμαι τους γλάρους. Με τα παράξενα πετάγματά τους να γυροφέρνουν στον αέρα ασταμάτητα, σα να’ θέλαν κάτι να μου πουν, μόνο σε μένα αλλά τ’ αδιάκριτα βλέμματα των ανθρώπων στέκονταν εμπόδιο.

Κοιτούσα το νερό. Άλλαζε χρώματα, κίνηση, ρυθμό μα πάντα είχε κάτι στενάχωρο στην όψη του. Γι’ αυτό το χάιδευα με τις σκέψεις μου κι αυτό ανταποκρινόταν. Έτσι γίναμε φίλες η θάλασσα κι εγώ. Αν ορκιζόμουν σε κάτι, αυτό θα ήταν σίγουρα η θάλασσα. Ίσως επειδή είναι τελετουργική σαν τον έρωτα, βαθειά σαν τη λύπη, αλμυρή σαν την έξαψη, δυνατή σαν το θάνατο, τρυφερή σαν τους Αγγέλους.

(Από τις σκιές προβάλλει η φιγούρα του Άγγελου. Ήχος παλμού και φως ανάλογο. Στις σκιές ξαναχάνεται.)

Κάποιες στιγμές, έχω την εντύπωση πως ο κάθε άνθρωπος έχει το φύλακα – άγγελό του. Να τον προσέχει. Άλλες πάλι, όχι. Άλλες φορές αισθάνομαι ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που περιμένουν από μένα μια ματιά ή ένα χαμόγελο, μια κίνηση που θα τους επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους και τη χρησιμότητά της σ’ αυτόν τον τόπο. Πότε – πότε ανήκω κι εγώ στους ανθρώπους αυτούς. Επιζητώ μια αγκαλιά, λίγη τρυφερότητα, ένα χάδι. Όμως ο κόσμος δε με γνωρίζει. Τουλάχιστον, όχι όλος. Γι’ αυτό, η εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή μου γίνεται βήμα – βήμα. Όπως ακριβώς εάν περπατούσα στη Σελήνη. Βήμα. Βήμα. Ίσως κι ένα πηδηματάκι διστακτικό, μετά πάλι βήμα, όμως.

Αν ελπίζω; Ελπίζω κι εγώ. Άνθρωπος είμαι. Και νοιώθω τις ελπίδες άλλες βαριές, άλλες ελαφριές κι άλλες…

(Ο Άγγελος βγαίνει από το σκοτάδι)

Α: Άλλες όχι τόσο ανθρώπινες. Σκοτεινές, Μαύρες, Αβυσσαλέες ελπίδες. Μυστικοί Πόθοι και εναγώνια Θέλω. Η κατάληξη είναι πάντα μια και γνωστή. Πλήρης ισοπέδωση. Και το κορμί σου λιώνει σαν κεράκι σε τάμα, το ξεσκίζουν τα χέρια των σκέψεών σου και τα δόντια της λύπης σου. Κάθε κομμάτι σάρκας, ένας πόνος αβάσταχτος. Μα σα λουλούδι πλασμένο σε στιγμή έμπνευσης, η ψυχή σου αναγεννάται από το τίποτα. Κλαις καθάρια πια, οι στάχτες στα μάτια σου το μαρτυράνε. Υπομονή, η βροχή θα σε ξεπλύνει. Κι όλα θα’ ναι εντάξει.

(Χάνεται στις σκιές)

Π: Από μικρό παιδί αισθανόμουν το γαλάζιο τ’ ουρανού σπίτι μου. Ίσως γιατί μου θύμιζε τη θάλασσα. Μια μεγάλη θάλασσα με σύννεφα – ναυάγια, ρημαγμένα όπως ο κόσμος στο μυαλό μου. Κάθε φορά που κάποιος… Όμως, εγώ έχω μάθει ν’ αντέχω, εντάξει; Δε ζητάω χάρες, και φοβάμαι όσο ο καθένας. Όχι παραπάνω. Και τώρα που το σκέφτομαι, στη θάλασσα αυτά που πετούσαν πάνω γύρω μου και παιγχνίδιζαν με τη σκιά μου, δεν ήταν γλάροι. Ήταν άγγελοι. Ναι, είμαι σχεδόν σίγουρη. Και ακόμα, καμιά φορά, μέσα στις σκιές κινείται κάτι που είναι άρρηκτα δεμένο μ’ εμένα. Έτσι, έπαψα να φοβάμαι το Σκοτάδι. Και ξέρω πως το σκοτάδι δεν είναι απλά κάτι πηχτό και μαύρο. Βρίσκεται σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις μορφές. Κολλητά του υπάρχει το Φως. Χωρίς το ένα, το άλλο δε μπορεί να σταθεί. Ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν. Εγώ στο Φως κι αυτό στο Σκοτάδι, με νοιάζεται. Με τυλίγει με τα φτερά του όποτε κρίνει απαραίτητο. Είμαι ευγνώμων. Όχι, δε φοβάμαι πλέον το σκοτάδι.

(Σκοτάδι, παλμός που σιγά – σιγά δυναμώνει κι επιταχύνει. Μουσική)

Κάθε άνθρωπος χρειάζεται κάτι να φοβάται. Αλλιώς πώς θ’ αναδειχτεί μέσα του η γενναιότητα; Εγώ τι φοβάμαι; Φοβάμαι τη μοναξιά των ανθρώπων. Και τη δική μου βέβαια. Δε μπορώ να φανταστώ πως κάποιος γίνεται να είναι μόνος. Είναι ένα κενό που χρειάζεται συμπλήρωμα. (Στη Νεφέλη) Και ξέρεις τι; – Με προσέχεις; – (Η Νεφέλη σταματάει, παγώνει και γνέφει καταφατικά) Θέλω να με προσέχεις όταν μιλάω, σε παρακαλώ. Τα πράγματα που λέω είναι πολύ σημαντικά. Για να καταλάβεις το νόημα πρέπει να προσέχεις… Συγγνώμη που ήμουν λίγο απότομη πριν μα όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία για μένα. Χρειάστηκε πολύ κουράγιο να τολμήσω να γράψω ή να μιλήσω γι’ αυτά. Κι αυτές ο κινήσεις που κάνεις με τα χέρια σου μου αποσπούν την προσοχή, με αποσυντονίζουν. Που ήμουν; Ξέρεις πόσο θα’ θελα να είχα κάποιον να μιλάω; Όχι κάποιον στη φαντασία μου ή κάποιον… Θα ήθελα – όχι, ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ – κάποιον ΔΙΚΟ ΜΟΥ. Κάποιον, που όταν θα έχω να μοιραστώ μαζί του σκέψεις, αγωνίες, χαρά θα είναι εκεί. Να ανοίγει το δέρμα του για να χωρέσει όλα αυτά που έχω να μοιραστώ – και την καρδιά του. Όπως κι εγώ γι’ αυτόν. Έτσι θα ισορροπούσαμε οι δυο μας…  Σ’ αυτό το σκοινί που σε τραμπαλίζει  τόσο εύκολα όσο ένα τραγούδι του αγέρα ή ένας χορός του σταχυού ή ακόμα ένα βούλιαγμα μιας πέτρας στο νερό. Καταλαβαίνεις τώρα; Σε αισθάνομαι δικό μου άνθρωπο, γι’ αυτό μπορώ να σου μιλάω με άνεση, αν κι όχι πάντα. Το σίγουρο είναι πως δε μπορώ να σου κρυφτώ. Ξέχασα να σου πω πως είμαι σαν το ανοιχτό βιβλίο. Αφημένο στη γωνιά κάποιου γραφείου, παραδομένο στα χέρια του εκάστοτε ενδιαφερόμενου, έτοιμη προς ανάγνωση. Δεν κρύβω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου. Δε μπορώ. Το πρόσωπό μου είναι σαν πίνακας ζωγραφικής. Μόνο που αντί για χρώματα έχει συναισθήματα. Θάλασσες από αυτά. Σου αρέσει η θάλασσα; Σου αρέσει  η μοναξιά; Μήπως είσαι πέτρα που βουλιάζει στο νερό;.. Κάποτε η Μαμά, ο Μπαμπάς κι εγώ είχαμε πάει ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι διακοπών. Στη θάλασσα…

(Μουσική. Στο video wall πουλιά πετούν σε κύκλο. Η φωτογραφία του video είναι ασπρόμαυρη με contrast λευκού – μαύρου.)

Α: : Ίσως κάποια μέρα θυμηθείς… Ήμουν ανάμεσα στους γλάρους που πετούσαν πάνω απ’ την παλίρροια. Κάναμε κύκλο πάνω από σένα, ενώ εσύ γευόσουν την αλμύρα της βασίλισσας του χρόνου. Πολλές φορές σ’ έχω ακούσει να ορκίζεσαι στο Άσπρο των Κυμάτων και στο Βάθος του Νερού που είναι το ίδιο με το βάθος της ψυχής σου. Ήρθα μαζί με το φως που σ’ έφερε, με τα τραγούδια της κούνιας και του θηλασμού και μένω ως τώρα. Σε κάθε ύπνο, σε κάθε χαρά, κλάμα κι ανάγκη για αγκαλιά. Κι όλα τα λόγια που σου λέω, στα λέω στον ύπνο. Στα στέλνω βαρκούλες στα όνειρά σου. Για να μένουμε αιώνια δεμένοι με τις μοίρας τον αόρατο ιστό. Αυτόν απ’ τον οποίο είμαστε πλεγμένοι. Και την ακρούλα του φυλάμε μην τύγχει και ξηλωθούμε. Μην το φοβάσαι το σκοτάδι. Χωρίς αυτό κανένα φως δε θα’ χε θέση. Ούτε κι εγώ.

 

Π: “Κάπου ανάμεσα στις ιερές πέτρες σκάει το κύμα”. Έτσι έλεγε ο Μπαμπάς. Ή μπορεί κάπου να το διάβασα. Έχω πολλές όμορφες αναμνήσεις από τότε. Με σήκωνε στους ώμους του και με στριφογύριζε γύρω – γύρω – γύρω – γύρω – γύρω συνέχεια ώσπου πέφταμε κάτω και οι δυο. Και γελούσαμε σιωπηλά να μην τρομάξουμε τους αγγέλους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Μετά καθόμασταν στην άκρη του νερού και πετούσαμε πέτρες. Χαζεύαμε τα κυκλάκια που σχημάτιζαν οι ριξιές μας και τα μετρούσαμε. Νικητής αυτός που θα έκανε τα πιο πολλά, όχι αυτός που θα πήγαινε πιο μακρυά τη ριξιά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, νομίζω, ήθελε να μου μάθει πως αξίζει περισσότερο σε μια πράξη ο όγκος της πράξης της ίδιας παρά ο αντίκτυπος που θα έχει στα μάτια των άλλων.

(Ήχος γρήγορου παλμού και ανάλογος φωτισμός. Κραυγή γλάρου. Η Πνοή και η Νεφέλη αλλάζουν θέσεις, επιστρέφουν στις πρώτες τους. Στο video wall εικόνες που τρέχουν σαν ο χρόνος να πηγαίνει αντίστροφα. Ήχος  χρόνου που γυρνάει αντίστροφα. Απότομο άναμμα του φωτισμού.)

Π: Αν ο χρόνος γύριζε πίσω τι θα άλλαζα; Θα άλλαζα… Μάλλον δε θα άλλαζα τίποτα. Κι αυτό δεν το λέω χωρίς σκέψη. Πολλές φορές έχω σκεφτεί μέσα μου: «Να άλλαζα το ένα» ή « να άλλαζα το άλλο». Μετά όμως πάντα σκεφτόμουν πως το «ένα» ή «το άλλο» είναι κάτι σαν το χέρι ή το μάτι μας. Χρήσιμο στη θέση που «φύτρωσε» για κάποιο λειτουργικό σκοπό. Πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς χέρια και μάτια. Και πόδια και μύτες και αυτιά…Όλα αυτά που ζούμε γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν το μεγάλο σκοπό της ζωής ή αν θέλουμε καλύτερα, τη πορεία μας. Ξέρω ότι ακούγεται παράξενο. Μα όλα τα πράγματα πρέπει να έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν. Κι ο λόγος αυτός δίνει τις κατευθύνσεις. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε τυφλοί. Αρνούμαστε να δούμε ό,τι τόσο φανερά περνάει από τα μάτια μας μπροστά. Ευτυχώς, κάποιοι άνθρωποι έχουν την αίσθηση της όρασης ανεπτυγμένη. Και γι’ αυτό υπάρχει λόγος. Πάντα μες τους αιώνες δυο ειδών άνθρωποι έβλεπαν αυτό που οι υπόλοιποι αρνούνταν να δουν. Οι ευλογημένοι και οι καταραμένοι. Ίσως το ένα να μην αποκλείει το άλλο, αφού και η κατάρα μπορεί κατά περίπτωση να είναι η μεγαλύτερη ευλογία ή η ευλογία η μεγαλύτερη κατάρα. Εξαρτάται πάντα από τη θέση της οπτικής που έχεις. Το που στέκεσαι δηλαδή. Εγώ στέκομαι σε ένα μονοπάτι δύσβατο, όσο ο δρόμος της Αρετής και της Κακίας. Το μόνο πρόβλημα είναι πως δεν είμαι Ηρακλής, με υπερδυνάμεις να καταφέρνω να ξεπερνάω τις δυσκολίες. Είμαι απλώς ένας απλός άνθρωπος. Τίποτα άλλο. Ένας απλός ευλογημένος άνθρωπος. Ή ένας απλός καταραμένος άνθρωπος. Μπορεί και τα δυο ή τίποτα απ’ όλα αυτά. Μπορεί απλά να στέκομαι…

(Σκοτάδι. Μουσική. Αλλαγή σκηνικού χρόνου.)

Π: Δε μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι λένε ψέματα. Εγώ τους νοιώθω αυτούς τους ανθρώπους. Τους ακούει η καρδιά μου. Τσιμπιέται φαρμακερά και δηλητηριάζεται. Μετά αισθάνομαι πολύ άσχημα. Δηλαδή,  μετά που μου έχουν πει ψέματα. Πάλι, όμως, κι εγώ λέω ψέματα. Λέω ψέματα για διάφορα πράγματα, όπως όταν κάποιος μου ζητάει να βγούμε κι εγώ του λέω πως έχω ήδη κανονίσει ή ότι αυτή η περίοδος είναι δύσκολη ενώ η αλήθεια είναι πως απλά αυτός δε μου αρέσει. Όταν με ρωτούν οι φίλες μου όλο χαρά αν μου αρέσει κάτι που αγόρασαν κι εγώ τους απαντώ καταφατικά, κάνοντας θετικά σχόλια ενώ στην πραγματικότητα δε μου αρέσει καθόλου. Και τώρα ακόμη λέω ψέματα. Δε μου ζητάνε να βγούμε, οι άνδρες δε δείχνουν ενδιαφέρον για μένα. Ούτε φίλες έχω. Ανθρώπους εμπιστοσύνης. Μένω μόνη μου σ’ αυτό το σπίτι, στο μυαλό μου. (Στη Νεφέλη) Μόνο εσένα έχω. Σε εμπιστεύομαι. Όχι πάντα. Η εμπιστοσύνη μου είναι πολύτιμη. Δεν έχω πολλά πολύτιμα να σου δώσω. Να, πάρε αυτή…

(Σκοτάδι. Μουσική. Η μουσική κορυφώνεται.)

 

ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

(Η Πνοή κοιμάται ακουμπισμένη στο γραφείο. Η Νεφέλη τη σκεπάζει με τρυφερότητα. Τακτοποιεί τα χαρτιά στο γραφείο και κάθεται στη θέση της. Την παρακολουθεί την ώρα που κοιμάται. Ο Άγγελος εμφανίζεται δίπλα στην Πνοή. Η Νεφέλη δε μπορεί να τον δει.)

Α: Πάντα οι άνθρωποι εξουθενώνονται μπροστά στην αλήθεια. (Στη Νεφέλη) Γονατίζουν. Κοιμήσου ήσυχα τώρα. Αύριο πάντα υπάρχει η πιθανότητα να είναι μια μεγάλη μέρα. Γι’ αυτό πρέπει να είσαι ξεκούραστη. Θα σου πω ένα παραμύθι.

Στα πολύ παλιά χρόνια, υπήρχε ή ίσως και να μην υπήρχε ένα πολύ γλυκό κορίτσι που το έλεγαν… Πνοή. Ένα κορίτσι μόνο και φοβισμένο όσο ένα πλάσμα του δάσους. Κάθε μέρα διάλεγε ένα διαφορετικό φύλλο δέντρου να κρύβεται, γιατί θεωρούσε τον εαυτό της άσχημο. Δεν πίστευε ότι είναι εξίσου όμορφη και γλυκιά με τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτό την έκανε δυστυχισμένη. Δεν πίστευε. Και η ψυχή της έκλαιγε γοερά, ως το κλάμα να μοιάζει με κάτι άλλο. Κι όντως το κλάμα άρχισε να μοιάζει με πνοή, η πνοή με λέξη, η λέξη με σταγόνα και σταγόνα – σταγόνα μάζεψε στα μάτια της τη θάλασσα. Μια θάλασσα από παρακάλια και βρισιές, από αγάπη και αγανάκτηση, από ζέστη και πάγο. Αυτά τα παρακάλια άκουσε ένα συννεφάκι και με τη σειρά του παρακάλεσε τον άνεμο να το μεταφέρει σε έναν άγγελο, για να του πει την ιστορία της. Έτσι κι έγινε. Και να’ μαι, Πνοή. Έχω έρθει. Μην το φοβάσαι το σκοτάδι. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά και θα μ’ ακούς…

(Ο Άγγελος χάνεται. Η Πνοή ξυπνάει.)

Π: Νεφέλη, λίγο νερό σε παρακαλώ. Έχει στεγνώσει το στόμα μου. Κι είναι στιφό, όπως όταν λείπει νερό από τον οργανισμό σου. Το δικό μου το έκλαψα όλο. Φέρε μου λίγο νερό. (Η Νεφέλη φέρνει νερό, της το δίνει.) Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα. Και ξέρεις, είχα πολύ καιρό να ονειρευτώ. Είδα λέει, έναν άγγελο. Κι ήταν παράξενο. Δεν ήταν όπως λένε Λευκός ή Όμορφος, Παραδεισένιος. Ήταν μια απλή, καθημερινή φιγούρα. Σαν ένας από εμάς. Το χάδι του ήταν παραμυθένιο, όμως. Θεραπευτικό για τις πληγές μου. Υποσχέθηκε να μη μ’ αφήσει μόνη. Ύστερα πέταξε πάνω, γύρω από το κεφάλι μου και χάθηκε στη θάλασσα. Εγώ πέταξα μια πέτρα κι αυτός τη σήκωσε από τα βάθη. Την πήρε μαζί του να μας δένει. Μου έδωσε ένα χάδι κι εγώ του έδωσα μια πέτρα που είχε βουλιάξει στο νερό. Δίκαιη ανταλλαγή. Το σημαντικό είναι πως υποσχέθηκε, τ’ ακούς; Υποσχέθηκε. Εγώ κράτησα μόνο τα κυκλάκια, τις ρυτίδες του νερού. Δε μπορώ να ζητάω πολλά και τα φύλλα του δάσους ίσα που κρύβουν το κορμί μου. Η ψυχή μου πάντοτε περισσεύει και που να τη χωρέσω δεν ξέρω. Κι αν έχω σκάψει, την έχω ρίξει στη φωτιά και φρόντιζα τη φλόγα και τη θράκα, όπως φροντίζει η μητέρα ένα παιδί, ακόμα το μόνο που καταφέρνω είναι να βγάζω απ’ τη φωτιά μου…μια πέτρα. Κάθε φορά την ψυχή μου τη ρίχνω στη φωτιά, κάθε φορά γεννιέται μια πέτρα. Και τη ρίχνω στο νερό, στη θάλασσα γιατί μέσα της αυτή η πέτρα έχει τον καημό μου, Νεφέλη. Ένα παράπονο βαθύ. Όσο κι η θάλασσα που φτιάχνουν τα μάτια μου. Μόνο εκεί χωράει, Νεφέλη, Μόνο εκεί χωράει!..

 

(Η Πνοή κατεβάζει με δύναμη τα χέρια της Νεφέλης στο γραφείο. Η Νεφέλη την κοιτάζει τρομαγμένα. Η Πνοή αλλάζει έκφραση και χρώμα γίνεται πικρή.)

Π: Είσαι ένας εφιάλτης, το ξέρεις; Με κατατρέχεις συνεχώς μ’ αυτά τα χέρια σου. Σα σκιές στον τοίχο με κατατρώνε. Κι  η φλόγα που φτιάχνει τις σκιές με καίει. Είναι φίδια τα χέρια σου που χορεύουν σαγηνευτικά. Δεν αλλάζουν οι μονιμότητες στη ζωή. Παρ’ το χαμπάρι. Όσο και να τα κουνάς τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Τίποτα. Πόσοι και πόσοι δε σου λένε ότι είσαι αφελής. Ε; Πες μου. Πόσοι; Τί έγινε, Νεφέλη; Έχασες τα λόγια σου; Πες κάτι. Μου τη δίνει η απάθειά σου. Με τσακίζει. Ξέρω πως το κάνεις επίτηδες. Πάντα με ζήλευες. Ήξερες πως περίμενα πράγματα από σένα. Εκεί έβρισκες πάτημα και με μεταχειριζόσουν μ’ όποιο τρόπο ήθελες… Θυμάσαι τότε; Η Μαμά, ο Μπαμπάς κι εγώ είχαμε πάει ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι διακοπών. Στη θάλασσα… Θυμάσαι τους γλάρους; Θυμάσαι το νερό; Χώθηκες ανάμεσα στα όνειρά μου, Νεφέλη. Και μ’ ένα μικρό, γυαλιστερό μαχαίρι ξεχώρισες το κρέας απ’ τα κόκκαλα. Έμεινα κι εγώ να πετάω πέτρες στο νερό. Την ώρα που εσύ έτρωγες τις σάρκες μου. Και οι γλάροι έμοιαζαν όρνια, που πετούσαν γύρω μου καρτερώντας ένα κομμάτι και αυτά. Μερίδιο. Πόσο κοστίζει ένα όνειρο, Νεφέλη; Πόσο κοστίζει ένα κομμάτι από τη σάρκα μου; Πόσο νομίζεις; Πόσα θα έδινες; Να είσαι εγώ; Δεν αλλάζουν οι μονιμότητες στη ζωή, Νεφέλη. Δεν αλλάζουν. Δυστυχώς… (Την αγκαλιάζει και κλαίει σα μικρό παιδί.) Όλες τις ζωές μου θα χάριζα μόνο για την ελπίδα να αλλάξουν…

(Ο Άγγελος εμφανίζεται. Με μια κίνηση απαλή του χεριού του, μαγικά, χορεύει την Πνοή στο χώρο, σα μαριονέτα.)

Π: Συγγνώμη… Παλεύω με τον εαυτό μου. Δεν είναι εύκολο. Η καρδιά μου παγώνει και…(Στη Νεφέλη.) Θύμωσες; (Η Νεφέλη γνέφει αρνητικά.) Ξέρεις ότι σ’ αγαπάω, έτσι δεν είναι; (Δεν απαντά. Με τρόμο.) Έτσι δεν είναι; Όσες μαύρες σκέψεις κι αν κάνω, πάντα εσύ φωτίζεις τις μέρες μου. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω για όλα. Για όλα όσα έχεις κάνει για μένα. Που υπομένεις τα καθημερινά βασανιστήρια που σου δίνω. Ξέρεις ότι το να βασανίζεται κάποιος είναι σκληρό. Ποιός υποφέρει περισσότερο όμως; Αυτός που βασανίζεται ή αυτός που βασανίζει; Ο πρώτος υπομένει καρτερικά το σωματικό πόνο, τον πόνο της ψυχής ή των ιδεών του, ο δεύτερος υποφέρει ολοκληρωτικά αφού οι τύψεις του δεν τον αφήνουν στιγμή. Και τον πληγώνουν με χαρακιές βαθύτερες  κι από το σκάψιμο στο πρόσωπο ενός αιωνόβιου ανθρώπου. Πιο βαθειές ακόμα κι απ’ τις χαρακιές που είχαμε κάνει σ’ εκείνο το δέντρο, στην άκρη του χωραφιού. Δεν έχει αλλάξει κάτι. Πάντα το ίδιο αισθανόμαστε. Έτσι δεν είναι; (Η Νεφέλη όλη τη διάρκεια παραμένει ανέκφραστη.) Θύμωσες. Το βλέπω. Με το δίκιο σου. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα. Το ίδιο θα σκεφτόμουνα. Θα σου πω κάτι τώρα που δε στο’ χω ξαναπεί. Είμαστε απ’ το ίδιο υλικό. Απλά. Είμαστε απ’ το ίδιο υλικό. Διαφορετικά, πώς γίνεται να πονάω όσο πονάς κάθε φορά εσύ; Σε ρωτάω, Νεφέλη. Πονάς όταν πονάω εγώ ή απλά μου δίνεις το δικό σου πόνο; Τον αντέχω. Αν έχεις κι άλλο, δώσε μου τον. Μην κρατήσεις τίποτα για σένα. Είμαι εδώ. (Αλλάζει ύφος.) Ξέρεις τι; Να πάμε για ψώνια. Θα μας κάνει καλό λίγος αέρας, δε νομίζεις; Ναι , αυτό είναι. Ένας περίπατος είναι ό,τι πρέπει. Όπως παλιά. Μπορούμε ακόμα να δούμε κι εκείνα τα παλιά σπίτια που μας αρέσουν. Ε; Πώς σου φαίνεται αυτό; Δεν είναι μιας πρώτης τάξεως ιδέα; Όπως παλιά…(Αναθυμάται.)

(Η Νεφέλη παίρνει το ποτήρι με το νερό της Πνοής και τελετουργικά το ραντίζει το χώρο. Η Πνοή γνέφει καταφατικά. Η Νεφέλη αφήνει το ποτήρι κάτω ανάποδα.)

Π: Θες να πούμε εκείνο το τραγούδι που λέγαμε μικρές; Να ξορκίσουμε το κακό; Στάσου να το θυμηθώ. Α!.. Ναι. (Τραγουδάει. Η Νεφέλη νοηματίζει.)

Ψιλή βροχούλα και νερό

σα να’ ρθες απ’ τον ουρανό

πάρε μακρυά τις λύπες μας

και γλυστρά στις χαρές μας.

Ψιλή βροχούλα και νερό

εσύ θα κάνεις καθαρό

κάθε παράπονο πικρό

και θα τ’ αστράψεις.

Ψιλή βροχούλα μας εσύ

τρύπωσες μέσα στην ψυχή

και μας δροσίζεις συνεχώς

για να μας φεύγει ο καημός.

(Η Πνοή παρακολουθεί τις στάλες του νερού στα χέρια της Νεφέλης και τα δικά της.)

Θυμάμαι που το λέγαμε χορεύοντας γύρω-γύρω κρατώντας η μια τα χέρια της άλλης. Πάντα όποτε είμαστε στεναχωρημένες. Μας άρεσε τόσο η βροχή. Ώρες μπορούσαμε να καθόμαστε στο τζάμι του παραθύρου να την κοιτάμε. Να βλέπουμε πως οι σταγόνες κυλάνε πάνω στα φύλλα και τα πράγματα. Ώσπου έγινε αντικείμενο μελέτης και παρατήρησης. Πάντα η όραση σ’ εμάς ήταν το δυνατό μας σημείο. Έτσι; Δύσκολα μας ξέφευγαν λεπτομέρειες. Γι’ αυτό μπορούσαμε να διακρίνουμε τις διαδρομές των σταγόνων. Μικρά ταξίδια, τα λέγαμε, προς τη γη. Μέσα σε κάθε σταγόνα ψάχναμε κάποιο κρυφό μήνυμα. Κάποιο μήνυμα του Θεού για εμάς. Αργότερα μάθαμε πως κάθε σταγόνα αποτελεί κομμάτι του ιδίου μηνύματος. Το μήνυμα λεγόταν Κάθαρση, Αγνότητα, Επαναφορά στην Αρχή. Η βροχή σε ξεπλένει απ’ όλα. Τις σκέψεις, τους φόβους, τις αμαρτίες. Έτσι κι εμείς ρίχναμε στάλες νερού σα βροχούλα και τραγουδούσαμε. Υμνούσαμε. Ξέρεις ότι δεν τα εννοούσα αυτά που είπα. Το ξέρεις. (Η Νεφέλη γνέφει καταφατικά σα να πιέζεται να απαντήσει.) Είναι μια αλάφρωση.

Δεν ξέρω τι με πιάνει. Ώρες- ώρες αισθάνομαι πως μέσα μου παλεύουν δυο δυνάμεις εξίσου δυνατές, χωρίς να καταφέρνει κάποια να επικρατήσει. Μόνο προς στιγμήν πότε η μια πότε η άλλη ανεβαίνει στην εξουσία και βγαίνει προς τα έξω. Μέσα μου φέρω ένα πεδίο μάχης. Μοναδικός χαμένος εγώ. (Από τα ηχεία ακούγεται επαναλαμβανόμενα η τελευταία φράση από το στόμα του Άγγελου και από μια άλλη άγνωστη φωνή. Έπειτα ακούγονται οι πρώτες φράσεις του έργου: Αν είσαι Άγγελος ή Δαίμονας, δεν το γνωρίζω. Μα στη φωτιά μου θα καείς και θα φανερωθείς. Αν είσαι άτρωτος ή άνθρωπος και τι υπάρχει. Αν είμαι εγώ, αν είσαι εσύ ή είσαι εγώ… Στο video wall φιγουράρουν σκηνές απ’ τους τρεις μαυροντυμένους άνδρες σε διάφορες εκόνες.)

 

(Γράφει στο ημερολόγιό της. Ο σχηματισμός των γραμμάτων φαίνεται στο video.)

Π: «Κανείς δε μας ρώτησε αν θέλουμε να είμαστε όπως είμαστε. Δεν έχουμε δικαίωμα επιλογής. Όλα κανονίζονται σύμφωνα με το τι θέλει αυτό το συμπαντικό σχέδιο… Όποιος κι αν το έχει φτιάξει έτσι. Εμείς είμαστε απλά πιόνια στη σκακιέρα. Τα γρανάζια της μηχανής. Ή μπορεί πάλι οι επιλογές να βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας. Απλά να είναι καλυμμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μην τρομάζουμε από την τόση ελευθερία που μας δίνεται. Γι’ αυτό μπορεί να μη τη βλέπουμε.

Η ελευθερία είναι κι αυτή μια γυναίκα. Ίσως σαν τη γυναίκα που γυρνάει ανάμεσα στους λαβωμένους σ’ εκείνον τον πίνακα. Είναι τα χρώματά της τόσο ζωντανά κι ευωδιές της το ίδιο. Η ελευθερία είναι τόσο ποθητή όσο είναι μια γυναίκα. Σίγουρα είναι γυναίκα. Από την άλλη θέλουμε να έχουμε την ελευθερία της επιλογής ή απλά  καλυπτόμαστε πίσω από το μοιραίο; Αν είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε τι θα θέλαμε να συμβαίνει στη ζωή μας, τί θα επιλέγαμε τελικά; Πρώτη φορά  η ελευθερία φαίνεται τόσο δεσμευτική».

Πολλά βράδυα έχουμε καθήσει έτσι, έχουμε συζητήσει, έχουμε γράψει, έχουμε δουλέψει. Κάθε φορά ο χώρος μοιάζει πολύ μικρός να  χωρέσει όλα τούτα. Παρ’ όλα’ αυτά, ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να κοιτάξουμε τη μοναξιά μας κατάματα. Πάντα με την άκρη του ματιού μας ίσα που τη χαϊδεύουμε. Αν και λίγο, είναι μια παρηγοριά. Και η προσπάθεια μας ίσως για τούτο γίνεται. Αυτός είναι ο σκοπός. Κι αν τον ξέρεις γίνεται αμέσως αστέρι στον ουρανό που σου δείχνει το δρόμο. Αν είχα την ικανότητα να έρχεται η ζωή μου όπως τη θέλω,  θα διάλεγα να φτάνω πάντα στη γνώση του σκοπού μου. Έτσι θα γέμιζαν τα τρομερά  κενά. Συμφωνείς; (Η Νεφέλη ακόμα μια φορά γνέφει καταφατικά.) Πρέπει να βγω από δω μέσα. Σου είπα ο χώρος μοιάζει πολύ μικρός. (Η Πνοή σηκώνεται, παίρνει μια μεγάλη παλιά βαλίτσα και κοντοστέκεται στην πόρτα.) Αν φύγεις , σε παρακαλώ, τράβα την πόρτα πίσω σου.

 

( Μουσική. Στο video εικόνες από τη Νεφέλη και την Πνοή να χορεύουν. Στο βάθος ο Άγγελος. Είναι αφαιρετικά ντυμένος κουρελής – ζητιάνος. )

 

 

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

 

 

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

 

(Η μουσική συνεχίζεται. Τα φώτα ανοίγουν σιγά και στη σκηνή η Νεφέλη με την Πνοή χορεύουν όπως ακριβώς στο video. Πίσω δεξιά  τους ο Άγγελος τις κοιτάζει. Σκηνικό φόντο: Απόλυτο μαύρο. Μια φωτογραφία κολλημένη σε κάποιο σημείο «Το Καφενείο της νυκτός» του Βαν Γκογκ. Ένα τραπεζάκι καφενείου και δυο καρέκλες δηλώνουν το εξωτερικό του χώρου. Η Νεφέλη κάθεται στο τραπεζάκι όπως ακριβώς στο γραφείο του σπιτιού. Νοηματίζει.)

Α: Λίγα ψιλά για κάποιον που έχει ξεπέσει.

Π: Δεν έχω.

Α: Είμαι σίγουρος ότι κάτι μπορεί να βρεθεί.

Π: Αλήθεια δεν έχω.

Α: Δώστε μου τότε ένα τσιγάρο.

Π: Δεν καπνίζω.

Α: Ναι. Ούτε κι εγώ. Είναι όμως σπουδαίο να βλέπεις τον καπνό ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω, να εξαγνίζει την ψυχή σου. Θέλετε να κάψουμε κάτι;

Π: Όχι. Βιάζομαι.

Α: Μα είναι η απόφαση του να κάψεις κάτι που παίρνει χρόνο. Το κάψιμο το ίδιο διαρκεί ελάχιστα. Πάρτε την απόφαση γρήγορα. Θα προλάβουμε.

Π: Δε μπορώ. Πρέπει να φύγω.

Α: Ναι. Τουλάχιστον πάρτε τη βαλίτσα σας. (Της δείχνει τη βαλίτσα)

Π: Σωστά.

Α: Τί περιέχει;

Π: Διάφορα. Ρούχα, πράγματα…

Α: Μήπως σας βρίσκεται…Κάτι. Δεν ξέρω. Η ψυχή μου έχει σπάσει. Θέλω να την επιδιορθώσω.

Π: Δεν έχω. Δυστυχώς. Θα ήταν χρήσιμο.

Α: Αλήθεια; Σωστά. Η δική σας;

Π: Και η δική μου.

Α: Τότε έχω μια πρόταση να σας κάνω.

Π: Δεν έχω χρόνο.

Α: Βιάζεστε να πάτε κάπου; Που;

Π: Μακρυά.

Α: Που;

Π: (διστακτικά) Μακρυά…

Α: Προς τα που πέφτει αυτό;

Π:

Α: Έχω μια πρόταση να σας κάνω. Να κάψουμε τις ψυχές μας, να φτιάξουμε πέτρες και να τις ρίξουμε στο νερό. Όποιος κάνει τα περισσότερα κυκλάκια είναι ο νικητής. Αν κερδίσω εγώ, θα μου δώσετε ένα τσιγάρο. Ή λίγα ψιλά…

Π: (Έντρομη. Παύση.) Αν κερδίσω εγώ;..

Α: Τότε θα σας χρωστάω μια χάρη. Δεν έχω ούτε τσιγάρα, ούτε ψιλά…

Π: Τί έχετε τότε;

Α: Θέληση…

Π: Αρκεί αυτό;

Α: Αυτός που δεν έχει τίποτα, έχει τα πάντα. Αυτός που έχει λίγα, έχει λίγα.

Π: Δέχομαι την πρόταση.

Α: Ελάτε να φτιάξουμε μια φωτιά.

(Σκοτάδι. Στο video Άγγελος κρατούν ο ένας τα χέρια του άλλου και τους βλέπουμε απ’ όλες τις οπτικές γωνίες [Η κάμερα γυρίζει γύρω τους] με το ρυθμό του φιδιού που σέρνεται. Τα φώτα ανάβουν, η Πνοή βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής και μονολογεί με μονότονο τρόπο, με τη Νεφέλη ακριβώς πίσω και αριστερά της από την πλευρά των θεατών, να νοηματίζει. Ο Άγγελος από απόσταση με μαγικό τρόπο την οδηγεί.)

Π: Τώρα καίω την ψυχή μου στη φωτιά να κάνω κυκλάκια κανείς δεν ξέρει που θα βγάλει αυτό Ένα φίδι έχει τρυπήσει το δέρμα μου και σέρνεται από κάτω γεμίζοντας γλίτσα τα σιχαμερά κενά μου Κάψε Κάψε Κάψε με Πόρνη Σκύλα Σιχαμερή μου ανάγκη Αέναη εξουσία Κάψε Κάψε Κάψε με να γίνω πέτρα σπασμένη στο νερό Έτσι κι αλλιώς κύκλους κάνω Πόρνη Σκύλα Σιχαμερή μου εξουσία Κύκλους κάνω στο νερό και οι τρύπες στο δέρμα μου καίγονται σα να καίγομαι η ίδια στο πυρ της κολάσεως Τίποτα απ’ όλα δεν έχει σημασία γιατί όλα είναι σημαντικά όχι για μένα κι η μοναξιά είναι φίδι που έχει τρυπήσει το δέρμα μου και σέρνεται από κάτω γεμίζοντας γλίτσα τα σιχαμερά κενά μου Βοήθεια φωνάζω Βοήθεια και κανείς δε μ’ ακούει πρώτη απ’ όλους εγώ η ίδια Βοήθεια Δε μ’ ακούω Βοήθεια Κάψε με Ανάγκη Λύτρωση!..

(Σκοτάδι. Παύση. Έχουν επιστρέψει στις πρώτες θέσεις τους.)

Α: Κέρδισες…

Π: (Διαλυμένη)

Α: Μπορείς να μου ζητήσεις μια χάρη. Ό, τι θέλεις.

Π:

Α: Πες μου.

Π: Εσύ δεν έριξες.

Α: Έριξα.

Π: Όχι.

Α: Κι όμως… Απλά όλα σε μένα συμβαίνουν ήσυχα. Τόσο ήσυχα… Σχεδόν μαγικά…

Π: Ξέρεις τι θέλω;

Α: Τι;

Π: Να σταματήσεις να κουνάς τα χέρια σου.

Α: Αυτό δε γίνεται. Το ξέρεις. Είναι σα να σου ζητάω να σταματήσεις ν’ αναπνέεις.

Π: Είπες οτιδήποτε…

Α: Ναι. Είπα.

Π: Δε θα κρατήσεις το λόγο σου;

Α: Θα τον κρατήσω. Ξέρεις όμως ότι πρέπει να είναι πραγματική η επιθυμία σου.

Π: Είναι.

Α: Δεν είναι. Κοίτα.

(Ο Άγγελος της δείχνει στο video wall σκηνές από την ίδια, στη θάλασσα, να νοηματίζει «πουλιά», «θάλασσα», «άμμος», «πέτρα», «πόνος», «ανάγκη», «βοήθεια», «άγγελος», «ουσία».)

Π: Δεν είμαι εγώ…

Α: Είσαι.

Π: Εγώ δεν κουνάω τα χέρια μου.

Α: Τα κουνάς.

Π: Όχι.

Α: Είναι αλήθεια.

Π: Όχι είπα.

Α: (Αδιάφορα)

Π: Αυτή είναι…

(Του επιτίθεται. Ο Άγγελος τη σταματάει με μαγικό τρόπο, προτάσσοντας το χέρι του. Την ελέγχει. Η Νεφέλη, πλησιάζει αργά, μπαίνει ανάμεσά τους και σπάει το δεσμό. Κοιτάζονται. Η Νεφέλη επιτίθεται στον Άγγελο και τον ρίχνει κάτω. Καθισμένη επάνω του τον συγκρατεί.)

Α: Θα σου πραγματοποιήσω αυτό που πραγματικά θέλεις.

Ν: Λες ψέματα. Δε σε πιστεύω. (Η Πνοή νοηματίζει)

Α: (χαμογελάει)

Π: Δε μπορείς να ξέρεις τι θέλω…(Η Νεφέλη νοηματίζει)

Α: (Εξακολουθεί να χαμογελάει)

Π: Δε μπορείς να ξέρεις τι θέλω…

Α: Όλα τόσο ήσυχα… σχεδόν μαγικά…

Π: Δε μπορείς…

(Ο Άγγελος χτυπάει τα δάχτυλά του και ο χρόνος γυρίζει πίσω.[Η σκηνή αρχίζει από την αρχή])

Α: Λίγα ψιλά για κάποιον που έχει ξεπέσει…

Π: Ορίστε.

Α: Ευχαριστώ πολύ. Πάντα ένας άγγελος να σας προσέχει.

Π: Να είσαι καλά. Και ν’ αγοράσεις φαγητό μ’ αυτά. Εντάξει;

Α: Ναι. Βεβαίως…Ευχαριστώ. (Χάνεται στις σκιές)

Π: (Στη Νεφέλη) Και τώρα οι δυο μας… Έλα.

(Η Νεφέλη πλησιάζει. Η Πνοή τη φιλάει τρυφερά)

 

Π: Καταλαβαίνεις;

(Η Νεφέλη απαντάει θετικά με ένα νεύμα, κουνώντας το κεφάλι)

 

Π: Έτσι πρέπει να γίνει. (Στο video οι τρεις άνδρες, με το ρυθμό παλλόμενης καρδιάς). Είναι ανάγκη.

( Η Νεφέλη νεύει θετικά. Ακουμπούν η μία στην πλάτη της άλλης. Στο video τώρα ό,τι ακριβώς και στη σκηνή μα στη νοηματική)

Π: Τώρα πρέπει να χωρίσουμε. Μόνο έτσι θα βρούμε η μία την άλλη.

Ν: Είναι επικίνδυνο. Φοβάμαι.

Π: Μη φοβάσαι. Πρέπει να φανούμε δυνατές.

Ν: Κι αν δεν τα καταφέρουμε;

Π: Θα τα καταφέρουμε. Αισθάνομαι διαφορετικά. Έχω δύναμη. Δε με κρατάει πια τίποτα.

Ν: Έχεις δίκιο. Πρέπει.

Π: Είναι θείο δώρο αυτό που συμβαίνει. Και μας δόθηκε απλόχερα.

(Κάνουν ένα βήμα εμπρός)

Ν: Είσαι ευγνώμων;

Π: Είμαι. Αν κι αισθάνομαι πως δικαιωματικά μας ανήκει.

Ν: Μας ανήκει, όμως λίγο. Όχι τελείως.

Π: Ναι. Έστω και λίγο.

Ν: Έτοιμη;

Π: Ναι.

(Κάνουν ένα βήμα ακόμα)

Ν: Πώς αισθάνεσαι;

Π: Όμορφα.

 

(Ένα βήμα ακόμα)

Ν: Τώρα;

Π: Εντάξει.

 

(Ένα βήμα ακόμα)

Ν: Τώρα;

Π: Είναι λίγο άβολα.

Ν: Κουράγιο. Θα τα καταφέρουμε.

Π: (Δυσκολεύεται)

Ν: Έλα μπορείς.

Π: Δυσκολεύομαι. (Προσπαθεί)

Ν: Κάν’ το.

 

(Ένα βήμα ακόμα)

Π: Πονάω, Νεφέλη.

Ν: Το ξέρω. Κι εγώ. Όμως πρέπει.

Π: Δε θέλω να σ’ αποχωριστώ.

Ν: Ούτε κι εγώ. Προσπάθησε. Πάντα αυτό θέλαμε.

Π: Ναι, αλλά δε θέλω πια…

Ν: Σφίγξε τα δόντια…

(Ένα βήμα ακόμα)

Π: Ως εδώ. Δε σ’ αφήνω.

Ν: Θέλω. Το θείο δώρο…

Π: Άσ’ το, Νεφέλη. Δε γίνεται άλλο…

Ν: Όχι! Μπορούμε…

Π: Σε παρακαλώ. Πονάω…

Ν: Τώρα.

Π: Όχι! Όχι άλλο

Ν: Για μένα…

Π: Δε μπορώ. Συγγνώμη.

Ν: Πνοή…

(Προσπαθούν ακόμα μια φορά. Καμία από τις δυο δε μπορεί να συνεχίσει. Επιστρέφουν γρήγορα η μία στην αγκαλιά της άλλης. Γονατίζουν. Στο video οι τρεις. Ο Άγγελος επανέρχεται, στέκεται από πάνω τους)

Α: Διάλεξες. Κατά τη γνώμη μου το σωστό. Το ποτάμι έχει μια μόνο ροή. Μα και δυο να’ χε πάλι αυτό θα ήταν το σωστό. Έτσι εκπλήρωσα την υπόσχεσή μου. Κι εσύ έζησες αυτό που ποθούσες. Αυτό που περίμενες.

(Μουσική)

Π: (Πικραμένη) Τώρα δεν έχω τίποτα πια. (Ο Άγγελος νοηματίζει και για τις δυο)

Ν: Έχεις εμένα.

Π:

Ν: Έχεις εσένα…

Π:

Ν: Έχεις…

Π: (Γυρίζει στον Άγγελο) Όνειρό μου…

Ν: Έχεις εμένα…

Α: Δεν είμαι όνειρό σου. Τα όνειρα έχουν τη κακή συνήθεια να χαλάνε όταν δεν προσέχεις. Πάντα ήμουν δίπλα σου. Ποτέ δε με πρόσεχες.

(Η Πνοή καθισμένη στο πάτωμα κινείται με αυτιστικό τρόπο)

Π: (Τραγουδάει) Φταίω… Φταίω… Φταίω… Φωτιά… Μικρό κοριτσάκι… Φωτιά… Ποιός;.. Κανείς… Ποτέ πια… Φωτιά… Φωτιά… Έξω γυρίζει… Φωτιά… Κάψε με… Κάψε με… (Επαναλαμβάνεται συνεχόμενα)

Ν: (Τραγουδάει το παιδικό τραγούδι που έλεγαν μικρές, πάνω στο τραγούδι της Πνοής)

 

(Η ένταση κορυφώνεται. Στο τέλος τα φώτα σβήνουν απότομα και υπάρχει απόλυτο σκοτάδι.)

 

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

 

 

 

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

 

(Σκηνικό: Απόλυτο Μαύρο. Ο Άγγελος ακούγεται με τραγουδιστό κι απόκοσμο τρόπο.)

Α: Πού είστε;.. Πού είστε;.. Πού είστε;.. (Ψιθυριστά) Στην κόλαση!..

Π: Πού είμαι;.. (Ψιθυρίζει σαν να ήταν η κατάληξη της φράσης της) Φωτιά…

(Τέλος του video. Τα φώτα ανάβουν. Η Νεφέλη νοηματίζει)

 

Α: Ποιος ξέρει;… (Με χαρά)

Π: Εσύ… Φωτιά…

Α: Τί μπορώ να ξέρω εγώ;..

Π: Τα πάντα. Φωτιά…

Α: Κανείς δεν ξέρει τα πάντα.

Π: Εσύ μπορείς. Φωτιά…

Α: Φυσικά. Πονάει;

Π: Ποιο;

Α: Το να καις τον εαυτό σου…

Π: Όχι πολύ. Το να τον καις και να μην καθαρίζει. Αυτό πονάει. Όχι στο σώμα. Στην ψυχή.

Α: Φωτιά… Και συνεχίζεις;

Π: Ναι. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Φωτιά…

Α: Το θέλεις πραγματικά;

Π: Ναι.

Α: Τότε στη δίνω…

Π: Φωτιά…

Α: Την ψυχή σου τη ρώτησες;

Π: Η ψυχή είναι δική μου. Μου ανήκει.

Α: Καμιά φορά εμείς ανήκουμε στην ψυχή μας.

Π: Φωτιά…

Α: Το ξέρεις.

Π: Ναι.

Α: Κι αυτό ποθείς για σένα;

Π: Ναι. Φωτιά…

Α: Στη δίνω…

Π: Φωτιά… (Στη Νεφέλη) Κάψε με…

(Η Νεφέλη πηγαίνει πίσω της και βάζει τις παλάμες στο κεφάλι της. Η Πνοή ουρλιάζει σα να καίγεται. Τα φώτα σβήνουν)

 

 

ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

(Τα φώτα ανάβουν. Η Νεφέλη και η Πνοή έχουν αλλάξει θέσεις και φωτίζονται με άσπρο φως )

(Η Νεφέλη της απομακρύνει τα χέρια. Νοηματίζει και η Πνοή μεταφέρει στα προφορικά. Ο Άγγελος πιο πίσω σε ημίφως υπάρχει σαν σε άλλη διάσταση)

Ν: Στην αρχή ήταν όλα φωτεινά, τα χρώματα, η μυρωδιά, η αγκαλιά, ο Ήχος. Έπειτα ο ήχος χάθηκε σχεδόν τελείως. Πιο μετά… τελείως… Ναι, είναι κάτι μόνιμο. Η κώφωση είναι κάτι μόνιμο. Μια μονιμότητα. Σκέφτομαι τουλάχιστον μια φορά την μέρα αν μπορούσε ν’ αλλάξει. Όμως, έχω μάθει και καινούρια πράγματα μέσα απ’ αυτήν, Έχω ανακαλύψει τον εαυτό μου, τις δυνάμεις μου. Έχω περάσει δύσκολα. Είναι δύσκολο να σου λείπει κάτι. Είναι δύσκολο να σου λείπει πάντα κάτι. Οι άνθρωποι με κοιτάζουν πολλές φορές να νοηματίζω και φοβούνται. Σκέφτονται, «τι κάνει αυτή τώρα;» Δε γνωρίζουν. Κι όσοι ξέρουν, δε γνωρίζουν. Συχνά μας θεωρούν κατώτερους ανθρώπους ή ανθρώπους με πρόβλημα νόησης. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Κι ας μην έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες στη γνώση και στη μάθηση. Κανείς δε ζητάει να αποκτήσει κάτι τέτοιο. Έρχεται μόνο του. (Στο video οι τρεις προχωρούν)

Απλά ξέρει που μένεις και σου χτυπάει την πόρτα. Δε μένει παρά ν΄ ανοίξεις και να το υποδεχτείς. Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Είμαι σίγουρη πια. Λέω πως το έχω αποδεχτεί μα πάντα κάτι μέσα μου με τσιμπάει. Έχω προσπαθήσει να αποχωριστώ τον εαυτό μου. Πολλές φορές. Είναι απλή συνέπεια. Δε μπορώ να κοπώ στα δύο ή στα τέσσερα. Ούτε να αποκόψω κάποιο κομμάτι του εαυτού μου. Είμαι αυτή που είμαι και τέλος. Έχω μάθει – μετά από πολλές μάχες- να μ’ αγαπάω. Το ίδιο περιμένω και από τους υπόλοιπους. Τουλάχιστον να με σέβονται. Τι με ενοχλεί πραγματικά; Το ότι με θεωρούν ανάπηρη ενώ την αναπηρία της ψυχής τους αρνούνται να τη δουν. Όλοι οι άνθρωποι έχουν Ανάγκες και Ικανότητες. Απλά διαφέρουμε σ’ αυτές…

 

(Το άσπρο φως παύει. Η Πνοή και η Νεφέλη νοηματίζουν εναλλάξ η μία για την άλλη. Όταν μιλούν και οι δυο νοηματίζουν ταυτόχρονα)

 

Α: Τί χρώμα έχει αυτό που ζητάς;

Π: Της Αγνότητας.

Α: Τί χρώμα έχει η αγνότητα;

Π: Το χρώμα της Ψυχής.

Α: Κι η ψυχή;

Π: Μαύρο.

Α: Το χρώμα της αγνότητας και της ψυχής είναι το άσπρο. Έτσι δεν είναι;

Π και Ν: Όχι, είναι το μαύρο.

Α: Βρήκες αυτό που έψαχνες;

Π: Το βρήκα. Το βλέπω. Μα δε μπορώ να το ακουμπήσω. Πάντα λείπει κάτι.

Π και Ν: Είναι δύσκολο να σου λείπει πάντα κάτι.

Α: Είναι μια αρχή. Στην πορεία βρίσκεις πολλά, πολλά χάνεις.

Π: Έχω χάσει πολλά.

Α: Ίσως τα έδωσες. Τα χάρισες.

Π: Ίσως.

Α: Το να χαρίσεις κάτι είναι μια Πράξη Άγια.

Π και Ν: Μόνο αν το κάνεις Μόνο για σένα.

Α: Μες τις Άγιες Πράξεις υπάρχει Μόνο η εκπλήρωση.

Π και Ν: Η εκπλήρωση.

Α: Καθάρισες πια:

Π: Προσπάθησα. Ίσως Πάντα λείπει κάτι.

Π και Ν: Είναι δύσκολο να σου λείπει πάντα κάτι.

Α: Τί σου λείπει;

Π και Ν: Ένα κομμάτι του εαυτού μου.

Α: Είσαι ολόκληρη πια.

Π και Ν: Ναι. Μόνο ολόκληρη.

Π: Γι’ αυτό μου λείπει πάντα κάτι.

Π και Ν: Είναι δύσκολο να σου λείπει πάντα κάτι.

Α: Το ξέρω. Είσαι κοντά. Σύντομα.

Π: Πώς θα ξέρω ότι έχω φτάσει;

Α: Θα το μυρίσεις στον αέρα.

Π: Κι ο αέρας θα μου πει; Αν το κρατήσει μυστικό;

Α: Τότε θα στο πω εγώ.

Π: Σ’ ευχαριστώ.

Α: Παρακαλώ.

Π: Κι εσύ πώς θα το ξέρεις;

Α: Οι ερωτήσεις που κάνεις είναι πολλές. Οι απαντήσεις είναι περισσότερες. Έχε υπομονή…

Π και Ν: Εντάξει. Σ’ αγαπώ…

(Ο φωτισμός τρεμοπαίζει. Η Νεφέλη νοηματίζει και η Πνοή μεταφέρει στα προφορικά. Άσπρο φως)

Ν: Ναι, είναι αλήθεια. Είμαι απότομη και σκληρή ακόμα και φορές που δεν πρέπει. Υποθέτω πως γίνεται απλά από άμυνα. Δεν ξέρω… Κάποιος βαθύς πόνος ξεσπάει. Βρίσκει αφορμή. Φυσικά, δε φταίει κανείς άλλος. Απλά, ανοίγει ένα αυλάκι και ο θυμός κυλάει εκεί ανεξέλεγκτα. Βάζω φραγμούς. Αλλά… τίποτα. Μετά θυμώνω και με τον εαυτό μου που το έπαθε ξανά. «Τελευταία φορά» λέω. Όμως δεν είναι αλήθεια. Έχω πολλές ερωτήσεις. Καμιά απ’ αυτές δεν είναι εύκολη. Οι απαντήσεις αν και περισσότερες είναι ακόμα πιο δύσκολες. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Ή μήπως όχι… Και τα δυο είναι εξίσου πιθανά. Απίθανο είναι μόνο ό, τι δε βάζει ο νους. Πιστεύω στο Θεό. Και πιστεύω σ’ εμένα. Είναι κι αυτό μια θρησκεία. Εξίσου σημαντική. Εξίσου πιθανή. Το ίδιο απαραίτητη. Έτσι αντέχω. Σκέφτομαι: Αφού η ζωή μου είναι η ζωή ενός ανθρώπου, χρειάζομαι ελπίδα. Όπως αγάπη και στοργή. Είναι γυμνές οι ψυχές μας. Αυτό έχω μάθει. Και καμιά φορά σαν τα γυμνά σαλιγκάρια στο πεζοδρόμιο μας πατάνε. Δεν είναι όμορφο θέαμα. Κι έτσι μικροί που είμαστε δε μας παρατηρεί κανείς ανάμεσα στις σόλες των παπουτσιών ξαπλωμένοι. Τότε νοιώθω μια μικρή αγανάκτηση. Και λέω: «Συγχαρητήρια , εαυτέ μου. Αισθάνεσαι ακόμα…». Άλλες φορές μένω η σκιά του εαυτού μου και μπερδεύομαι με τις σκιές του κόσμου. Των πραγμάτων. Των μυαλών. Κι αυτές τις φορές θυμώνω γιατί παλεύω να  ξεφύγω από τη φυλακή τους και δε μπορώ… «Συγχαρητήρια, εαυτέ μου. Αισθάνεσαι ακόμα…». Και κλαίω. Έχω πολλές ερωτήσεις να σας κάνω. Καμιά από αυτές δεν είναι εύκολη…

(Σκοτάδι. Η Πνοή κοιτάζει τον Άγγελο επίμονα.)

 

Α: Νεφέλη, να πάρε αυτό. (Της δίνει μία πέτρα) Το ανταλλάζω με τη σκέψη σου.

Π: Μπορώ κι εγώ να κλάψω. Έχω κι εγώ δάκρυα. Όμως θα σου πω τη σκέψη μου.

Α: Σ’ ακούω.

Π: Μ’ ακούς. Με νοιώθεις όμως;

Α: Πάντα. Είτε το θέλεις είτε όχι.

Π: «Επιδράς σαν καταλύτης επάνω μου».

Α:

Π: Έχεις την αίσθηση που…

Α: Που…

Π: «Επιδράς σαν καταλύτης επάνω μου».

Α: Νομίζεις;

Π: Σε ξέρω.

Α: Νομίζεις ότι με ξέρεις;

Π: Σε ξέρω.

Α: Όλα είναι πιθανά.

Π: Σε ξέρω… Ήσουν πάντα εκεί. Μαζί μου…

Α: Δεν το αρνούμαι.

Π: Σ’ ευχαριστώ.

Α: Παρακαλώ.

Π: Είχες δίκιο.

Α: Ναι.

Π: Σ’ αγαπώ.

Α: Απλά σου φέρνω μνήμες.

Π και Ν: Μνήμες… Ήσουν εκεί…

Α: Ναι. Ήμουν.

(Η Πνοή κυλάει την πέτρα στο πάτωμα)

Π: Τη βλέπεις; Ταξιδεύει. Μου έχει λείψει να ταξιδεύω.

Α:

Π: Και στα ταξίδια ήσουν εκεί…

Α: Και στα όνειρά σου.

Π: Και στους φόβους μου.

Α: Και στις σκέψεις σου.

Π: Και στους φόβους μου.

Α: Και στα θέλω σου.

Π: Και στους φόβους μου.

Α: Και σε όλα.

Π και Ν: (Με ένταση) Και στους φόβους μου.

(Τα φώτα τρεμοσβήνουν. Η Νεφέλη νοηματίζει, η Πνοή μεταφέρει στα προφορικά, ο Άγγελος σα σε άλλη διάσταση. Άσπρο φως)

Π: Με θεωρείτε ηλίθια; Νομίζετε πως δεν ξέρω τι σκέφτεστε για μένα; Με θεωρείτε τέρας. Ή κάποιο είδος τέρατος. Άνθρωπο αμόρφωτο, χωρίς καμία αξία στη ζωή, δηλαδή άχρηστο. Βάρος στους άλλους. Έχετε μια τεράστια δυσαρέσκεια στα μάτια σας όταν με κοιτάτε. Γιατί; Μήπως εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Δεν αναπνέω; Δεν πονάω; Μήπως εγώ δεν έχω ανάγκες όπως εσείς; Δε μιλάω; Πολλές φορές έχω προσπαθήσει να μην κουνάω τα χέρια μου. Να ανακαλύψω ένα νέο τρόπο επικοινωνίας. Αυτή είμαι. Αυτό κάνω. Κουνάω τα χέρια μου. Έτσι μιλάω εγώ. Δεν το καταλαβαίνετε; Κι όμως εγώ δεν σας θεωρώ ηλίθιους. Ή μήπως είστε; Κάποτε η Μαμά, ο Μπαμπάς κι εγώ είχαμε πάει ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι διακοπών. Στη θάλασσα… Εκεί έμαθα για πρώτη φορά πως οι άνθρωποι ακούνε. Ότι έχουν ακοή. Ξέρετε γιατί; Γιατί κανείς δε μου το είχε πει… Είναι δύσκολο να μην ακούς, να μη βλέπεις, να μην είσαι αρτιμελής. Είμαστε ανάπηροι. Έτσι μας λέτε. Έτσι μας λένε. Και τώρα η πιο δύσκολη ερώτηση απ’ όλες: Πώς λέγεται κάποιος που δεν έχει κατανόηση, συμπόνια, ανοιχτό μυαλό, ανοιχτή καρδιά; Οι απαντήσεις είναι πολλές. Και δύσκολες. Εγώ απαντώ: Λέγεται ανάπηρος. Ψυχικά σακάτης. Δεν  έχετε δικαίωμα να με λυπάστε. Έχω ένα πρόβλημα και το’ χω αποδεχτεί. Εσείς έχετε πολλά, χωρίς να τα παραδέχεστε. Ξέρετε πως η πρώτη γλώσσα που μίλησε ποτέ ο άνθρωπος ήταν νοηματική; Ή μήπως δεν το ξέρετε; Γιατί αυτή η πληροφορία δεν έφτασε ποτέ στ’ αυτιά σας; Ή σε εσάς. Ίσως αυτό να σας κατατάσσει σ’ αυτήν την ειδική κατηγορία.: Ανάπηροι. Όλοι μας σε κάτι υστερούμε. Ή είμαστε όλοι ανάπηροι ή κανείς!.. Σκεφτείτε το…

(Σκοτάδι)

Α: Μια σκέψη για τη σκέψη σου…

Π: Πώς;

Α: Ανταλλάσσω μια σκέψη μου για τη δική σου…

Π: Πώς;

Α: Θα μου πεις τι σκέφτεσαι κι εγώ θα σου πω ύστερα. Σαν αντάλλαγμα.

Π: Ακούγεται δίκαιο.

Α: Είναι. Σε κανέναν δεν έχω πει τη σκέψη μου.

Π: (Η Πνοή τον κοιτάζει με απορία)

Α: Είναι τόσο βαθειά κρυμμένη… αυτός είναι ο λόγος.

Π: Για μένα ο ήχος είναι συναίσθημα. Αυτή είναι.

Α: Τι συναίσθημα;

Π: Μακρυνό και μελαγχολικό. Σα να κοιτάς το βρεγμένο δρόμο την ώρα που βρέχει. Άλλες πάλι φορές μοιάζει με μια γέννηση. Μαγικό..

Π και Ν: Ο ήχος για μένα είναι συναίσθημα.

Α:

Π:

Α: Ευχαριστώ. Που μοιράζεσαι μαζί μου τις σκέψεις σου.

Π: Παρακαλώ. Είναι αναπόφευκτο. Σειρά σου τώρα.

Α: Δε διαφέρουμε πολύ. Ίσως καθόλου.

Π και Ν: Ίσως καθόλου.

Α: Αυτή είναι η σκέψη μου.

(Video. Η εικόνα ταξιδεύει από πρόσωπο σε πρόσωπο με διάφορους τρόπους και σε διάφορους χρόνους. Ενδιάμεσα –στιγμιαία-  εμφανίζονται οι τρεις. Κάθε τόσο ξεπηδούν εικόνες: η θάλασσα, μια πέτρα, μια πέτρα μέσα σε νερό, ένα δάκρυ. Στο τέλος η Πνοή, η Νεφέλη και ο Άγγελος γυρίζουν σαν κάποιος να τους φώναξε. )

 

Π και Ν: Άκου!..

Α: Ναι.

Π και Ν: Κάποιος φωνάζει. Αυτός ο ψίθυρος.

Α: Ξέρεις τι είναι;

Π και Ν: Ναι.

Α: Ξέρεις τι θέλει.

Π και Ν: Ναι.

Π: Φωνάζει.

Α: Ήρθε η ώρα.

Π: Ήρθε.

Π και Ν: Φοβάμαι..

Α: Δεν πρέπει. Ο χρόνος γνωρίζει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή.

Π: Θέλω μια αγκαλιά.

(Η Πνοή και η Νεφέλη αγκαλιάζονται. Πιάνουν η μία το κεφάλι της άλλης και πλησιάζουν, σα για να φιληθούν και αγκαλιάζονται ξανά. Ο Άγγελος συμμετέχει νοητά)

Α: Πάμε.

(Γνέφουν καταφατικά. Οι τρεις τους κάνουν έναν τελετουργικό κύκλο στη σκηνή και καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Η Πνοή και η Νεφέλη κρατιούνιαι από τα χέρια. Ο Άγγελος νοηματίζει)

Ν: Επιτέλους σε βρήκα άλλο μου εγώ.

Π: Επιτέλους.

Ν: Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη. Και πονούσε…

Π: Πονούσε.

Ν: Φτάνει πια ο πόνος.

Π: Φτάνει.

Ν: Δώσε μου μια υπόσχεση.

Π: Σου δίνω.

Ν: Πως δε θα χωρίσεις απ’ τα σπλάχνα μου ποτέ.

Π: Ποτέ.

Ν: Ποτέ δε θ’ απορρίψεις τη φύση σου.

Π: Ποτέ. Φωτιά…

Ν: Να, πάρε αυτή την πέτρα.

Π:

Ν: Τη ανταλλάσσω με τη σκέψη μου.

Π: Θα σου πω τι σκεφτόμαστε.

Ν: (Με ανυπομονησία) Ναι…

Π: Κοίτα. (Της δείχνει το video)

 

(Στο video η Πνοή δολοφονημένη. Με άσπρο φόρεμα, αίμα παντού. Το βλέµµα της κενό)

Ν:

Π: Σκοτώσαµε τη µοναξιά µας.

Ν: Πώς;

Π: Τη στιγµή που παραδεχτήκαµε πως είµαστε ένα. Όχι δυο που έγιναν ένα. Αλλά ένα που έγινε ένα.

Ν: Ήµασταν πάντα ένα.

Π: Ναι. Το ξέρεις αυτό. Πάντα το ήξερες.

Ν: Ήσουν ο εαυτός µου. Π: Κι εσύ ο δικός µου. Ν: Ένα.

Π: Ένα.

Π και Ν: (Στον Άγγελο) «Επιδράς σαν καταλύτης επάνω µου».

(Τα φώτα τρεµοπαίζουν. Η Νεφέλη νοηµατίζει, η Πνοή µεταφέρει στα προφορικά)

Ν: Πάσχισα να ξεφύγω από τον εαυτό µου. Να χωρίσω τα καλά µου και να τα κρατήσω. Τα υπόλοιπα θα τα έριχνα στη φωτιά. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Επιζητούν την ισορροπία χωρίς να θέλουν το αντίβαρο. Είµαστε σαν το παζλ. Έχουµε πολλά κοµµάτια. Φτάνει να το παραδεχτούµε. Όχι µόνο στους άλλους µα και στον εαυτό
µας. Χρειάζεται φωτιά. Για να κάψεις τα πάντα µέσα σου, να καυτηριάσεις και να εξαγνίσεις την ψυχή σου. Πονάει. Το να καις την ψυχή σου και να µην καθαρίζει, αυτό πονάει περισσότερο. Αν µε ρωτούσε κάποιος όµως θα έλεγα πως αξίζει. Μετά από αυτό όλοι οι δρόµοι είναι ανοιχτοί…

(Σκοτάδι. Τα φώτα ανάβουν. Η Πνοή και η Νεφέλη κρατούν ένα παιδικό σκοινάκι και το γυρίζουν. Ο Άγγελος νοηµατίζει ώσπου να το αφήσουν)

Π: Μια του κλέφτη. Ν: ∆υο του κλέφτη. Π: Μια του κλέφτη. Ν: ∆υο του κλέφτη. Π: Μια του κλέφτη. Ν: ∆υο του κλέφτη.

Π: Τρεις και τον τσακώσανε…

Π και Ν: Φωτιά…

Ν: ∆υο του κλέφτη. (Αφήνουν το σκοινάκι. Νοηµατίζει ο καθένας για τον εαυτό του)

Π: (Στον Άγγελο.)Έκλεψες τις σκέψεις µου.

Ν: Τα όνειρά µου.

Α: ∆εν είναι αλήθεια.

Π και Ν: Ναι. Είναι. Τα ξερίζωσες και τα πήρες.

Α: ∆εν είναι αλήθεια.

Π: (Η Νεφέλη νοηµατίζει) Τα έχεις στο παλτό σου.

Α: Όχι. Τα κουβαλάω στην καρδιά µου. Ν: (Η Πνοή νοηµατίζει) ∆ε σου ανήκουν. Α: Είναι και δικά µου.

Π και Ν: Κλέφτη. Φωτιά…

Π: Τον πιστεύεις;

Ν: Ναι.

Π: Πώς;

Ν: Αισθάνοµαι ότι λέει την αλήθεια.

Π: Μα είναι δικά µας. Τα όνειρα, οι σκέψεις… Είµαστε ένα.

Ν: Ναι, είµαστε.

Α: Είστε.

Π και Ν: Ναι, είµαστε.

Α: Εγώ απλά τα µοιράζοµαι µε εσάς.

Π: ∆εν έχεις κανένα δικαίωµα.

Ν: ∆εν έχεις.

Α: Ήµουν πάντα εκεί. Μοιάζουµε. Μου ανήκουν λίγο κι εµένα.

Π και Ν: Ναι. ∆εν έχεις.

Π: ∆ώσ’ τα πίσω.

Α:

Π: (Τραγουδάει) Φταίω… Φταίω… Φταίω… Φωτιά… Μικρό κοριτσάκι… Φωτιά… Ποιός;.. Κανείς… Ποτέ πια… Φωτιά… Φωτιά… Έξω γυρίζει… Φωτιά… (Το τραγούδι διακόπτεται απότοµα) ∆ώσε µας πίσω (και Ν:) αυτό που µας ανήκει!

Α: Ήρθε η ώρα… Όλα θα γίνουν γνωστά…

(Η Πνοή και η Νεφέλη επιτίθενται στον Άγγελο και τον «συλλαµβάνουν»)

Π: Τώρα δώσ’ τα όλα.

Ν: Όλα.

(Ο Άγγελος δένεται µαγικά ώστε να µη µπορεί να κουνηθεί και ανακρίνεται)

Π: Τί θα έκανες µε τα όνειρά µας;

Ν: Θα τα έκανες δικά σου;

Α: Όχι. Είναι δικά µου.

Π και Ν: ∆εν είναι.

Ν: Είναι κλεµµένα (και Ν:) από εµάς.

Α: ∆ε µπορείτε να µου πάρετε κάτι που δεν αποσπάται από επάνω µου ή µέσα µου.

Π: Κι όµως µπορούµε. Είναι απλά σα να χάνεις ένα δάχτυλο.

Ν: Ας του κόψουµε το δάχτυλο.

Π: Ναι. Ας το κάνουµε.

Α:

Ν: Με τα δόντια. Καν’ το µε τα δόντια!

Π: Ένα δάχτυλο δεν είναι αρκετό. (Και Ν:) Τι προτιµάς;

Ν: Την ψυχή του. Κόψε την ψυχή του.

Π και Ν: Ναι. Κόψε την.

Π: Με τι να την κόψω;

Ν: Με τα δόντια. (και Α:) Κάν’ το µε τα δόντια.

Π: Θα µατώσει;

Ν: Ελπίζω. ∆ιψάω. Είναι υγεία να’ χει αίµα.

Π και Ν: Αυτή η δίψα…

Ν και Α: Όλο σε κάνει να ζητάς το αίµα σου πίσω…

Π και Ν: …Αυτό που σου λείπει.

Α: Με τα δόντια. Καν’ το µε τα δόντια!..

Π και Α: Ήρθε η ώρα.

Π: Όλα τα πράγµατα µπήκαν στη θέση τους.

Ν: Μόνο ένα αποµένει. Α: Το πιο σηµαντικό. Π: Αφού το ξέρεις.

Ν: Μοιάζουµε…

Α: Αρχή κάθε Λύτρωσης, µια παραδοχή.

Π: Τώρα το βλέπω.

Ν: Καθαρά…Πρέπει να τον λύσουµε.

Π: Τα δεσµά που φτιάξαµε γι’ αυτόν ήταν γερά και σφικτά.

Ν: Με τα δόντια. Καν’ το µε τα δόντια.

Α: Αρχή κάθε Λύτρωσης… Π και Ν: …Μια παραδοχή!.. Α: Μοιάζουµε…

Ν: Είµαστε ένα…

Π: Ναι, είµαστε ένα…

Α: (Στη Νεφέλη) Τώρα πια µπορώ να σου το πω. Εγώ είµαι εσύ.

Π: (Στη Νεφέλη) Εγώ είµαι εσύ.

Ν: (Στην Πνοή) Εσύ είσαι εγώ. (Στον Άγγελο) Κι εσύ…

Α: Και εγώ…

Ν: Τώρα πια αισθάνοµαι ένα. Είµαι ολόκληρη σαν το σύµπαν. Και όµορφη σαν κι εσάς…

Α: Είµαστε πάντα µέσα σου. Ξέρεις που να µας βρεις.

Π: (Πάνω στα λόγια του Άγγελου τραγουδάει ψιθυριστά) Φωτιά…Φωτιά… Έξω γυρίζει…

(και Α:) Φωτιά…

Α: Πέτα την πέτρα στο νερό…

(Με µια τελετουργία η Πνοή και Άγγελος µεταφέρονται στο πίσω µέρος τα σκηνής. Μισοφωτίζονται µα φαίνονται καθαρά. Πάνω στη Νεφέλη, στο κέντρο της σκηνής χαµηλό Άσπρο φως. Η Νεφέλη κοιτάζει στο άπειρο. Τα µάτια της σχεδόν βγάζουν φλόγες. Έχει πλέον συµπαντική συνειδητοποίηση. Νοηµατίζει και από τα ηχεία η φωνή της ψιθυρίζει µε ηχώ…)

Ν: Με λένε Νεφέλη. Και είµαι κωφή…

(Μουσική. Η Πνοή και ο Άγγελος περπατούν προς την ολοκλήρωση του εαυτού τους µε βήµατα σαν να βρίσκονταν στο ∆ιάστηµα. Έρχονται προς το κέντρο της σκηνής. Η Νεφέλη απλώνει τα χέρια της κοιτώντας πάντα µπροστά. Πιάνονται κι ένα εκτυφλωτικό φως τους φωτίζει αµέσως. Πια ανυψώνονται προς τα επάνω φτάνοντας στη Θέωση. Η µουσική έχει αλλάξει. Λύτρωση.)

ΤΕΛΟΣ

Θα έχεις ακούσει πως ο καλλιτέχνης χρειάζεται μόνο πνευματική τροφή. Αύτο δυστυχώς, ΔΕΝ αληθεύει… Χρειάζεται και πραγματική τροφή.

Εάν εκτιμάς τα έργα μου και τις προσπαθειές μου στην Τέχνη, μπορείς να με ανταμείψεις με μια ελάχιστη δωρεά, του ενός ευρώ, μέσω PayPal, Εδώ.

Ευχαριστώ που ενδιαφέρεσαι!