Καρύταινα

Ο θρύλος το’ χει πως ο Ήλιος κρύφτηκε, η Σελήνη, η Ηώ το ίδιο και η Νύχτα κι η Εκάτη έριχναν κάτω τους γιγάντους, που πέτρες και φλεγόμενα καρύδια εκσφενδόνιζαν στον ουρανό, ώστε ο Ηρακλής να τους ξεκάνει, όσο ο κεραυνόκρατος θεός τη νίκη του κραύγαζε στις κορυφές, τη Γαία μεταμορφώνοντας σε θυμολυσσασμένη. Και τα κόκκαλα των πεσόντων έγιναν άλλες πέτρες, με τις οποίες η Βρένθη έστησε πόλη, έστησε τείχη, έστησε γιοφύρια, που πάτησαν επάνω τους θεοί κι ανθρώποι, ξένοδυνάστες και προστάτες, κλέφτες και φεσοφορεμένοι. Κι όπως αδέρφια τα αδέρφια αντιμάχησαν, έτσι ο τόπος αυτός αναβρασμό μυρίζει, πίσω από το τα δάσια της, που όλων των λογιών τ’ αδέρφια μαζίτουν αρπαχτήκαν, μιας που το γιγαντόαιμα το ρούφηξε η μάνα τους στα σπλάχνα της οπίσω. Και χαλαστήκανε οι μύλοι της Καρύταινας, εξετοξώσαν τα γιοφύρια και το νερό του Αλφειού που πλένει τα ποδάρια της, δε φτάνει το αίμα να μερέψει. Μόνο το δάκρυ ενός θνητού πολεμιστή κατάφερε να γαληνέψει το βράχο της, τραγουδώντας της: «Τι έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια…», κι έτσι φύτρωσε το Αν που εσπάρθη. Έτσι κι εγώ σπέρνω μικρές μνήμες χαραγμένες στις πέτρες των μονοπατιών, να θυμάσαι το δρόμο που πατείς, καρυδιά μου, και πάντα να γυρνάς σε μύλους δεκατέσσερις και μια νεροτριβή, να ευχαριστιέσαι ανάμεσά τους το τραγούδι του βραχοτσομπανάκου, πάνω από το Λούσιο.