ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΡΝΕΣΤΟ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ανθολογία Συλλογής ποιημάτων της τότε νιότης μου.
Στα ξένοιαστα κι όχι τόσο χρόνια μας… Ευχαριστώ. |
- Αδιέξοδο
- Καλησπέρα
- Χωρίς Τέλος
- Έτσι είμαι εγώ (Αυτογνωσία)
- Μια ιστορία
- Γαλήνη
- Ερώτηση;
- Τί σας χρωστάω; ή Τα ρέστα σας, κύριε ή Θα γίνω ΠεζΩγράφος
- Προμηθέας
- Διαπίστωση
- Συμπληρώστε τα κενά
- Παραβολή
- Παιδί μου.
- Μαγεία
- Αναγνώριση
- Χαιρετισμός σε όλους τους ανθρώπους που διαβάζουν αυτόν τον τίτλο ποιήματος και γενικότερα σε όλους όσους ήταν, είναι και θα είναι και τους εύχομαι να είναι καλά κι όλους όσους δεν είναι ή ποτέ δεν ήταν ή δε θα γίνουν καλά ή δε θα γίνουν καθόλου, ποτέ.
Κύλησε και πάλι το μπουκάλι από το χέρι σου.
Μαύρο και γαμψό το νύχι σου
που γδέρνει το τραπέζι.
Μάτωσε.
Βάφτηκε το κόκκινό σου χέρι
μ’ άλλου είδους κόκκινη μπογιά.
Μέθυσες κι απόψε, διάβολε,
με «Δ» κεφαλαίο.
Στίβεις τη φεγγαρόπετρα και κλαίει.
Ουρλιάζει από τον πόνο.
Σώπασε.
Νεκρική σιγή.
Μέθυσες κι απόψε, διάβολε,
με «Δ» κεφαλαίο.
Το ξέρω, είναι δύσκολο.
Όμως, προσπάθησε.
Σε σπασμένα μπουκάλια αυγής περπατώ
μουρμουρίζοντας λέξεις αχνές, σκουριασμένες
σ’ αποχρώσεις του μπλε και του γκρίζου παραμιλώ
κι οι κινήσεις του πλήθους μ’ ακλουθούν μουδιασμένες.
«Κανείς δε ξέρει που πάει αυτός» τραγουδούν
με τα χέρια ψηλά σηκωμένα στον αέρα
μουγκρίζουν, τρίζουν, γελούν και περπατούν
κι όλα αυτά πριν χαράξει η μέρα
– Καλησπέρα
Χαίτες αλόγων τρομάζουν τ’ ασημένια της δόρια
κι όλοι απορούν ποιοά είναι αυτή
καλοπλεγμένες θηλιές σκορπισμένες χώρια
αγνώστου θεού πριν έρθει στη γη.
Κοιμήσου, κοιμήσου στ’ άβολο το ανθοπερίπλεγμά σου
στα μαλλιά σου αίμα κι αγκάθια έχουν βολευτεί
χορεύει άτσαλα, βουβά στο σκότος η σκιά σου
κι όλα τα μέσα σου τρέχουν γιατί έχουν ταραχτεί
– Καλησπέρα
– Ναι! θα ξανάρθουν και πάλι σε λίγες μέρες
του μυαλού σου οι δίνες που γλυκά σε καλούν
πέτα απ’ το χέρι που φοράς τις φιδίσιες βέρες
δροσοσταλίδες που στάζουν απ’ άνθη κρυφά σε ακούν.
Ο δρόμος καρφιά πεταμένα εκείθε κι εδώ
πληγιάζουν τα πόδια που αέρινα γλυστρούνε στη γη
η πρώτη μου λέξη που θα’ ρθει μόλις σε δω
αιφνίδια τρυπώνει στο στόμα και βγαίνει κουτή
– Καλησπέρα…
Φωλιά αγγέλων μες τα μάτια σου
έχεις φτιάξει
κι εκεί κουρνιάζουν όταν πέφτει
κάθε σούρουπο.
Και τί δε θα’ δινα παρέα να τους κάνω.
Καν την ψυχή σου ιερό νάο αγάπης
να προσκυνώ κάθε πρωί
όταν ξυπνώ
ξενύχτι ασυνήθιστο μ’ αγγέλους
όταν κάνω.
Κερί από δάκρυα θ’ ανάψω
να φουντώνει και να καίγεται
να μη σε χάνω.
Να ξαποστάσω λίγο
ανάξιος να μπω
είναι μακρύς ο δρόμος
της αγάπης…
(Αυτογνωσία)
Έχω έναν κύκνο στην καρδιά
να κολυμπάει στα σκοτεινά
μόλις ανοίξει τα φτερά
αχ! πως πετάει
Έχω έναν κήπο στην ψυχή
ν’ ανθίζει κάθε μου στιγμή
όση βροχή κι αν πέσει
δε χαλάει
Κι όλο με ντύνει η αυγή
φορέματα της μοναξιάς
κακό παιδί καλής μαμάς
έτσι είμαι εγώ
Κρυμμένος πίσω απ’ τις σκιές
στου κόσμου μας τις συννεφιές
όσο κι αν θέλω να στο πω
πως να δειχθώ
έτσι είμαι εγώ
Ένας τρελλός με ιδρωμένα δόντια
περπατούσε κάποιο βράδυ στο σκοτάδι
και το μόνο που κατάφερνε
είναι να μη γλυστράει στο πλακόστρωτο.
Με καπαρντίνα, καπέλο και γυαλλιά
με μια ανθοδέσμη αγκαλιά, μια αγκαλιά λουλούδια
περπατούσε κάποιο βράδυ στο σκοτάδι
και δεν είχε που να πάει.
Άμα κουράστηκε πολύ σταμάτησε ένα ταξί
να πάει ένα ταξίδι, μα πού να πάει
με μια ανθοδέσμη αγκαλιά
μια αγκαλιά λουλούδια, μες το βράδυ, στο σκοτάδι;
Κι έτσι παρέμεινε εκεί
με καπαρντίνα, καπέλο και γυαλλιά
με μια ανθοδέσμη αγκαλιά, μια αγκαλιά λουλούδια
ένας τρελλός με ιδρωμένα δόντια.
Σε νεκρογιάλι ονειρικό
τις σκέψεις μου θα απλώσω
σα θάλασσα απέραντη
και θε να πέσω να πνιγώ.
Ένα βράδυ απαλό
που νυχτολούλουδα θ’ ανθίζουν
τέσσερις πόρτες θα διαβώ
στις ψυχής μου το λαβύρινθο.
Κι όταν ανάερα κι ωραία
μόνος μου – τελείως – βρεθώ
απλά θα κάτσω εκεί
και θα μετρώ και θα μετρώ…
Χιλιάδες χρώματα σιμώνουν
και μου τραβάνε χαρακιές
και πιτσιλάνε τις στιγμές
που έζησα μονάχος.
Ζωή που πέρασες και πας
τί έχω μάθει από σένα
δεν είσαι μεγαλύτερη
συγχώρεσέ με.
Νομίζω με ακούω πως κλαίω
δεν είμαι σίγουρος
ήταν τέσσερις οι πόρτες;
Ένα βράδυ απαλό
που νυχτολούλουδα θ’ ανθίζουν
τέσσερις πόρτες θα διαβώ
στις ψυχής μου το λαβύρινθο;
Τί σας χρωστάω; ή Τα ρέστα σας, κύριε ή Θα γίνω ΠεζΩγράφος
Καλώς σας βρήκα είπα και μπήκα.
Κι αν κάποτε λάλησε πάλι ο πετεινός, δε με φοβίζει. Πάντα ξημερώνει μια καινούρια
νύχτα, για να θυμηθείς τα όνειρα που δεν έκανες ποτέ. Άστους ανθρώπους να νομίζουν μες την απόγνωνση του τώρα. Δε θα μπορούσα ποτέ να κρύψω την αλήθεια. Ωφείλουμε να κάνουμε αυτό που μας προετοιμάζουνε να γίνουμε;
Θρηνούν οι Μπωντλέρ και οι Μονέ
που έχασαν τη δύση του ηλίου
το καταμεσήμερο.
Εύμορφα τριαντάφυλλα κρέμονταν
από τις λόγχες του πουθενά
κι άγριοι αγγέλοι σάρκαζαν
την ομορφιά του δέους.
Κι εκεί περπάτησες εσύ
σαν πυροβάτης άγνωστος
μέσα στο πλήθος
και διάβηκες στο μικρό
μα ωστόσο μεγάλο δρόμο.
Κι εγώ σε είδα.
Η ζωή είναι πολύ απλή για να την καταλάβουμε…
Ένα παιδί να περπατάει μονάχο του
στο δάσος.
Τί ωραία εικόνα. Είναι σα να χαιδεύει ο φόβος σου για να σου πει οτι όλα είναι εντάξει, μια γριά παρθένα τσιγγάνα, που γεννάει νεκρά μωρά.
Ξέρεις τί μου έχει λείψει;
Να με σφίγξει κάποιος στην αγκαλιά του – κατά προτίμηση γυναίκα – να με χαιδέψει και να μου πει: «Θεέ μου! Πόσο μου’ χεις λείψει»
Και να πω: «Λέγε με Γιώργο»
Θεός είναι οι στιγμές που έρχομαι κοντά σου.
Χίλια μύρια κύματα περάσαν και μας λούσαν, αθάνατη βροχή παλιών συναισθημάτων.
Όσοι άντεξαν και φύγαν, τους κοίμησε η λύπηση κι η λήθη.
Μακάριοι αυτοί που αγαπούν.
Κι ακόμα κλαίω για τη μέρα που θα γεννηθείς.
Είδα τη μαγεία να φθείρεται.
Είμαι νεκρός.
Σταμάτα!..
Εντάξει, προχώρα.
Χαιρετισμός σε όλους τους ανθρώπους που διαβάζουν αυτόν τον τίτλο ποιήματος και γενικότερα σε όλους όσους ήταν, είναι και θα είναι και τους εύχομαι να είναι καλά κι όλους όσους δεν είναι ή ποτέ δεν ήταν ή δε θα γίνουν καλά ή δε θα γίνουν καθόλου, ποτέ.
– Γειά.
Εάν εκτιμάς τα έργα μου και τις προσπαθειές μου στην Τέχνη, μπορείς να με ανταμείψεις με μια ελάχιστη δωρεά, του ενός ευρώ, μέσω PayPal, Εδώ.
Ευχαριστώ που ενδιαφέρεσαι!